παγρί
(ουσ. ουδ.)
παγρί
[paˈɣri]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
παγίρι
[paˈʝiri]
Σίλατ.
πάχρι
[ˈpaxri]
Ουλαγ.
Αγν. ετύμ. Κατά τον Καρολίδη (1885: 95) από το αρμεν. pagr = ταγάρι. Κατά τον Καραποτόσογλου (1990-1991: 304) η λ. συνδέεται με το ποντ. πάρκιν = ασκός, το οπ. ανάγεται στο αρμεν. park = σάκκος, σακκίδιο και το γεωργιανό park'i = α) σακκίδιο β) θύλακος, περίβλημα. Μάλλον εσφαλμένη η πρόταση του Dawkins για σύναψη με το κοινό ν.ε. παγούρι.
1. Φλασκί
Ουλαγ.
:
Έπηρε ένα πάχρι κρασ̑ί και πήγε βαλιού το τόπο
(Πήρε ένα φλασκί κρασί και πήγε στον τόπο όπου ήταν το βουβάλι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
βουτόκκο :1, καμπάκι :3, μάταρα, χαραμπάς :2
2. Πήλινο πιθάρι
ό.π.τ.
:
Ετό ναίκα είχεν εφτά παγριά κρασ̑ί· έκρυψέν dα εφτά χρόνια, το κρασ̑ί κουβετλέν'σε
(Αυτή η γυναίκα είχε εφτά κιούπια κρασί· τα έκρυψε εφτά χρόνια, το κρασί έγινε δυνατό)
Αξ.
-Dawk.
Το μπιρίγζα φαινότον σο κελλάρ΄, καθότον σο παγρίν απάνω και χτενιζόταν με το χτένι τσης
(Η δαιμόνισσα εμφανιζόταν στο κελλάρι, καθόταν πάνω στο πιθάρι και χτενιζόταν με το χτένι της)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βάλλουμ' τα κρασιά σα παγριά
(Βάζουμε τα κρασιά στα πιθάρια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Καλημέρα, παγρί, πεθερά μ’ να πιεί το αγρί
(Καλημέρα, κιούπι, η πεθερά μου να πιεί την πίκρα˙ σκωπτική ευχή νύφης όταν κάθε πρωί πήγαινε στο κελλάρι να πιεί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Πούρτ' να 'μείς στο παγρί με νιέσαι οξ̑ίγ̑'
(Πριν μπεις στο πιθάρι, μη γίνεσαι ξίδι˙ για τους επιπόλαιους και βιαστικούς που προτρέχουν των γεγονότων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κιούπι, πιθάρι, Πβ.
ληνός :2
Τροποποιήθηκε: 02/05/2025