παγάρτσι
(ουσ. ουδ.)
π͑αγάρτσ̑ι
[pʰaˈɣartʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. pağaç, όπου και τύπ. pağarç = είδος μπουγάτσας που φτιάχνεται χωρίς μαγιά και χωρίς αλάτι και ψήνεται σε καυτή τέφρα (από το αρμεν. ουσ. balarj (բաղարջ) = άζυμος άρτος (Dankoff 1995: 25) με επίδρ. της τουρκ. λ. poğaça (< παλ. ιταλ. fogazza), βλ. και Tietze 2018: λ. pağarç).
Μισοψημένο ψωμί, ζυμάρι
Φάρασ.