ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγάνι (ουσ.) παγάνιν [paˈɣanin] Φάρασ. παγάνι [paˈɣani] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. παάνι [paˈani] Αφσάρ., Σατ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kapan (< αρμεν. kapan = πέρασμα, δερβένι) = α) παγίδα β) διαλεκτ., γκρεμός, στενός δρόμος σε βραχώδη θέση, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. gapan (Tietze 2018: λ. kapan III), με μετάθ. συλλαβών (καπάνι > γαπάνι > παγάνι). Δεν αποκλείεται να συνδέεται με το μεσν. ουσ. παγανέα = θαμνώδης περιοχή κατάλληλη για το στήσιμο ενέδρας για κυνήγι.
1. Χαράδρα, φαράγγι ό.π.τ. : Ήρταν 'ς έν παγάνιν 'πέσου (Έφτασαν σε ένα φαράγγι) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Ξείλ'σαμ' στα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε (Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε) Φάρασ. -Thumb Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα (Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. γιάρι, ντερέ
2. Χείμαρρος, ρέμα, ρυάκι στο βουνό, που περνά μἐσα από χαράδρες ή/και φαράγγια ό.π.τ. Συνών. ντερέ, σέλι, τσάι