ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγάνι (ουσ. ουδ.) παγάνιν [paˈɣanin] Φάρασ. παγάνι [paˈɣani] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. παάνι [paˈani] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. Πιθ. συνδέεται με το μεσν. ουσ. παγανέα = θαμνώδης περιοχή κατάλληλη για το στήσιμο ενέδρας για κυνήγι (Grégoire 1909: 157). Λιγότερο πιθ. η σύναψη με το τουρκ. ουσ. kapan (< αρμεν. kapan = πέρασμα) = α) παγίδα β) διαλεκτ., γκρεμός, στενός δρόμος σε βραχώδη θέση, όπου και διαλεκτ. τύπ. gapan (Tietze 2018, λ. kapan III), με μετάθ. συλλαβών (καπάνι > γαπάνι > παγάνι).
1. Χαράδρα, φαράγγι ό.π.τ. : Ήρταν 'ς έν παγάνιν 'πέσου (Έφτασαν μέσα σε ένα φαράγγι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ξείλ’σαμ' 'ς τα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε (Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νύχτωσε) Φάρασ. -Thumb Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα (Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. γιάρι, ντερέ :1
2. Χείμαρρος, ρέμα, ρυάκι στο βουνό, που περνά μἐσα από φαράγγια ό.π.τ. : Παίσκιν σου παάνι (Έπαιζε στο ρέμα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Το σάσ̑ι του βγκαίgιν αντί ’α σ̑ότρα στο παγάνι (Η φωνή του έβγαινε σαν το γάργαρο νερό στο ρέμα) Σατ. -Παπαδ. Συνών. ντερέ :2, σέλι, τσάι
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025