τσάι (I)
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άι
[ˈtʃai]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μπέηκ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ.
τσ̑έγι
[tʃeʝi]
Αξ.
τσ̑έγ’
[tʃeʝ ]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. çay = ρυάκι, ρέμα.
Χείμαρρος, ρέμα
ό.π.τ.
:
Στο Ποταμόπο περνούσε τσ̑άι
(Στο Ποταμόπο περνούσε ρέμα)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
Αυτό το τσ̑άι πολύ ντερίν ειναι
(Αυτός ο χείμαρρος είναι πολύ βαθύς)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Τράν'σες σο τσάι τα μισίδια σ';
(Είδες τα μούτρα σου στο ποτάμι, ενν. να καθρεφτίζονται;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Τσ̑άια ρίχ'
(Ρίχνει ποτάμια˙ βρέχει καταρρακτωδώς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαν το τσ̑άι ας αχτήσ' το γάλα
(Σαν τον χείμαρρο ας ρέει το γάλα σου˙ ευχή προς λεχώνα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ντερέ, παγάνι, σέλι