ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάι (I) (ουσ. ουδ.) τσ̑άι [ˈtʃai] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μπέηκ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ. τσ̑έγι [tʃeʝi] Αξ. τσ̑έγ’ [tʃeʝ ] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. çay = ρυάκι, ρέμα.
Χείμαρρος, ρέμα ό.π.τ. : Στο Ποταμόπο περνούσε τσ̑άι (Στο Ποταμόπο περνούσε ρέμα) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ340 Αυτό το τσ̑άι πολύ ντερίν ειναι (Αυτός ο χείμαρρος είναι πολύ βαθύς) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τράν'σες σο τσάι τα μισίδια σ'; (Είδες τα μούτρα σου στο ποτάμι, ενν. να καθρεφτίζονται;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Τσ̑άια ρίχ' (Ρίχνει ποτάμια˙ βρέχει καταρρακτωδώς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σαν το τσ̑άι ας αχτήσ' το γάλα (Σαν τον χείμαρρο ας ρέει το γάλα σου˙ ευχή προς λεχώνα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ντερέ, παγάνι, σέλι