τσαγιοπουλίτσα
(ουσ. θηλ.)
τσαγιοπουλίτσα
[tsaʝopuˈlitsa]
Σινασσ.
Aπό τα ουσ. τσάι I (< τουρκ. çay = ρυάκι) και πουλί και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Το πτηνό σεισοπυγίς η λευκή (Motacilla alba) της οικογενείας των Σεισοπυγιδών (Motacillidae), κοινώς σουσουράδα
Σινασσ.