τρώγω
(ρ.)
τρώγω
[ˈtroɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
τρώγου
[ˈtroɣu]
Μισθ., Σίλ.
τρώου
[ˈtrou]
Μισθ.
Παρατατ.
έτρωγα
[ˈetroɣa]
Τελμ.
τρώνκα
[ˈtronka]
Αφσάρ., Φάρασ.
τρώγισ̑κα
[ˈtroʝiʃka]
Φλογ.
τρώισ̑κα
[΄troiʃka]
Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
Αόρ.
έφαγα
[ˈefaɣa]
Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
έφαα
[ˈefaa]
Μισθ., Φάρασ.
Προστ. Εν.
φά’
[fa]
Φάρασ.
Παθ.
τρωιζιέμι
[troiˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
φαγώθα
[faˈɣoθa]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. τρώγω = α) τρώω λαχανικά, φρούτα, γλυκά, μικρά ψαράκια ως ορεκτικά, β) για φυτοφάγα ζώα, ροκανίζω, τσιμπολογώ. Η σημ. 1 μεταγν.
1. Τρώω
ό.π.τ.
:
Ντίνω σε και τρως
(Σου δίνω και τρως)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ωμό κιριάς ντε τρωιζιέδι
(Ωμό κρέας δεν τρώγεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σκυλί έφαγε φαρμάκ' και ψόφ'σε
(Το σκυλί έφαγε φαρμάκι και ψόφησε)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εκού ντο σαάτ ντο πατισ̑άχ τρώισ̑κε ψωμί
(Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε ψωμί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ο λύκος τρώ' τα πρόβατα τσ̑αι τα γίδε
(Ο λύκος τρώει τα πρόβατα και τα γίδια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Φέρισ̑κε ψωμιά και τρώισ̑καν
(Έφερνε ψωμιά και έτρωγαν)
Φερτάκ.
-Dawk.
Μαναχό του ψένκινι, τρώνκινι μαναχό του
(Μοναχός του έψηνε, μοναχός του έτρωγε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Και νύφ' τρώισ̑κεν και qαμbρό τρώισ̑κεν
(Και η νύφη έτρωγε και ο γαμπρός έτρωγε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πολλά φόβους έτρωγαμ' εμείς
(Πολλές τρομάρες περνούσαμε εμείς)
Τελμ.
Τρώισ̑κις, πανdές, πανdόομ', σ̑ακιάρ' ’δουν· κόκα άμα τρώισ̑κις, πανdόμες απ' του σ̑ακιάρ' πιο καλό ηδουν
(Έτρωγες, νόμιζες, νομίζαμε, ότι ήταν ζάχαρη· κόρα άμα έτρωγες, νόμιζες ότι ήταν πιο καλή απ' την ζάχαρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Τρώγω το λόγοζ-ουμ.
(Τρώω το λόγο μου˙ Αθετώ το λόγο μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Στον τεντζ̑ερέ ψ̑ήν', στο γαπάχ' τ' τρώει
(Στον τέντζερη ψήνει, στο καπάκι του τρώει˙ Για τους ολιγαρκείς ή τους φιλάργυρους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σο φαΐ ταρνά τρως, 'ς όργο πάλι αβούτσ' είσαι;
(Στο φαΐ γρήγορα τρως, στη δουλειά πάλι έτσι είσαι;˙ Ειρωνικά για τους τεμπέληδες και φαγάδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Α νομάτ' του τζ̑ο τρώ το μάλιν ντου, 'α βραθεί κανείς νdα φά
(Του ανθρώπου που δεν τρώει το βιός του, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του τα φάει˙ Καλύτερα να χαίρεται κανείς ο ίδιος την περιουσία του παρά να δίνει σε άλλους)
-Λουκ.Λουκ.
Του τρως 'νεβολίζεσαί τα
(Ό,τι τρως τα ξερνάς˙ Για όσους παίρνουν πίσω το λόγο τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Aπροσ., έχω φαγούρα
Μισθ., Φάρασ.
:
Τρώει μι
(Με τρώει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Τσ̑άπου τζ̑ο τρώ' σε, μη κνήθεσαι σον άνεμο
(Εκεί που δεν σε τρώει, μην ξύνεσαι μάταια˙ Μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις)
-Λουκ.Λουκ.
3. Μεσοπαθ., διαβρώνομαι
Σινασσ.