τρυπώνω
(ρ.)
τρυπώνω
[triˈpono]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. τρυπόω-ῶ = διαπερνώ, διατρυπώ, το οπ. από μεταγν. ουσ. τρύπα με παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω.
Ενώνω με πρόχειρες αραιές βελονιές δύο τμήματα του ίδιου υφάσματος ή δύο διαφορετικά υφάσματα, ώστε να τα γαζώσω