ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρυφεριάζω (ρ.) τυφεριάζω [tifeˈrʝazo] Φλογ. τ͑υφεριάζου [tʰifeˈrʝazu] Μισθ. τ͑υβεριάζω [tʰiveˈrʝazo] Αξ. τυβεριάζου [tiveˈrʝazu] Μισθ. Αόρ. Εν. γ' τ͑υβεριάστη [tʰiveˈrʝasti] Μισθ. Από το επίθ. τρυφερός, όπου και τύπ. τυφερός και τ͑υβερό, και παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Κάνω μαλακό κάτι και υγρό ό.π.τ. : τ͑υβεριάστη κάτι 'ς̑ τη γη (μαλάκωσε (ενν. το χώμα) κάτω στην γη (ενν. από τη βροχή)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Κάνω μέλος του σώματος χαλαρό, ώστε να μειωθεί ο πόνος Μισθ. : Βράιξαμ’ κουρλοbίστις, εβάλλαμ’ ντα 'ντετσ̑ού ση γούρνα τσ̑ι γιdρών’ νύφ’ τσ̑ι να τ͑υφεριάσ’ τα μέσα τ’ (βράζαμε μολόχες, τις βάζαμε εκεί στην γούβα και ιδρώνει η γυναίκα να χαλαρώσει την μέση της ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Κάνω κάτι ήπιο, μειώνω την έντασή του και τις δυσάρεστες επιπτώσεις του, μαλακώνω Μισθ. : τ͑υβεριάστη ουρανός (μαλάκωσε ο ουρανός) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Ταπεινώνω κάποιον με αγέρωχο ύφος Αξ. : Καλά τ͑υβεριάσεν ντο (καλά τον ταπείνωσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
5. Δέρνω κάποιον ώστε να μαλακώσει από το ξύλο ό.π.τ. : Τυβεριάσα ντ΄ όπισνού τ΄ (μαλάκωσα τα οπίσθιά του) Μισθ. -Κοτσαν.