τρύγος
(ουσ. αρσ.)
τρύγος
[ˈtriɣos]
Μισθ., Φερτάκ.
τρύγους
[ˈtriɣus]
Μαλακ.
Μεταγν. ουσ. τρύγος.
Ο τρύγος
ό.π.τ.
:
Μι ντά καλά’ια κουβάλιναμ’ ντά σταφύλια σου τρύγος
(με τα καλάθια κουβαλούσαμε τα σταφύλια στον τρύγο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάbαχτα να μπασλαΐσουμ’ ντου τρύγο
(αύριο θα ξεκινήσουμε τον τρύγο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το Σεπτέμβρη σο τρύγο, πιάνισκαμ’ τα εργάτες και παίνισκαμ’σ’ αμbέλια
(τον Σεπτέμβριο στον τρύγο, πιάναμε τους εργάτες και πηγαίναμε στα αμπέλια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.