ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρόμος (ουσ. αρσ.) τρόμος [ˈtromos] Γούρδ. τρόμους [ˈtromus] Τελμ. Αρχ. ουσ. τρόμος.
Ο τρόμος, το ρίγος από φόβο ό.π.τ. : Μπαμπάς μου όσο νάρθει α σην Κιλικία τι τρόμους τράβειναμ’! (μέχρι να επιστρέψει ο μπαμπάς μου από την Κιλικία, τι φόβο τραβούσαμε! ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.