τρόμος
(ουσ. αρσ.)
τρόμος
[ˈtromos]
Γούρδ.
τρόμους
[ˈtromus]
Τελμ.
Αρχ. ουσ. τρόμος.
Τρόμος, ρίγος από φόβο
ό.π.τ.
:
Μπαμπάς μου όσο νάρθει α σην Κιλικία τι τρόμους τράβειναμ’!
(μέχρι να επιστρέψει ο μπαμπάς μου από την Κιλικία, τι φόβο τραβούσαμε! )
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 18/07/2025