ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρομπίλ (ουσ. ουδ.) τρομπίλ [tromˈbil] Φλογ. Αγν. ετυμ. αλλά πβ. ποντ. στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. στροβίλιον = α) μικρό κουκουνάρι β) κωνοειδές σκουλαρίκι γ) μεσν. κωνοειδές διακοσμητικό στοιχείο.
Κόσμημα 2 και ½ χρυσών λιρών Φλογ.