τρομπίλ
(ουσ. ουδ.)
τρομπίλ
[tromˈbil]
Φλογ.
Αγν. ετυμ. αλλά πβ. ποντ. στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. στροβίλιον = α) μικρό κουκουνάρι β) κωνοειδές σκουλαρίκι γ) μεσν. κωνοειδές διακοσμητικό στοιχείο.
Κόσμημα 2 και ½ χρυσών λιρών
Φλογ.