τρομάρα
(ουσ. θηλ.)
τρομάρα
[troˈmara]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. τρομάρα, το οπ. από το αρχ. ουσ. τρόμος και το παραγωγ. επίθμ. -άρα.
1. Πυρετός με ρίγος
Μισθ., Φλογ.
:
Τρομάρα πιάσι μι
(με έπιασε ρίγος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Μεγάλος φόβος
Μαλακ.