ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φόβος (ουσ. αρσ.) φόβος [ˈfovos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φάρασ. φόβους [ˈfovus] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. φόος [ˈfoos] Ουλαγ., Σεμέντρ. Ουδ. φόβε [ˈfove] Φάρασ. Γεν. Εν. φοογιού [fooˈʝu] Ουλαγ. φόβοζγιου [ˈfovozʝu] Αραβαν. Πληθ. φόβουζια [ˈfovuzʝa] Μαλακ. φόβοζια [ˈfovozʝa] Αξ., Αραβαν. φόοζγια [ˈfoozʝa] Σεμέντρ. φόους Αρχ. ουσ. φόβος. Ο τύπ. φόος με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [v].
1. Φόβος ό.π.τ. : Ασ' φοογιού α σε σαλντήσω (Θα σε αφήσω να φύγεις από φόβο) Ουλαγ. -Dawk. Άφηκι οπ' βαβά του τα σεράϊα ένα εκσ̑ίγι, οπ' του φόβουν ντου μή του σκοτώσουσ̑ι (Λόγω της ομοιότητας με τα παλάτια του πατέρα του, άφησε ένα πράγμα να λείπει από τον φόβο του μήπως πρέπει να τον σκοτώσει) Σίλ. -Dawk. Χιτς̑ ρε σκώνιτι οπ' του φόβουν ντου ντανά μη τα ρήσ̑ει ντεγί (Δεν σηκώνεται καθόλου από τον φόβο μήπως χρειαστεί να δέσει το μοσχάρι) Σίλ. -Dawk. Το φόβος τουμ πολύ ήτουν (Ο φόβος του ήταν πολύς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χλωριανίσ̑κει απ' ντου φόβου (Κιιτρινίζει από τον φόβο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πσ̑άν' ντο φόβος (Την πιάνει ο φόβος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νυχτιώς 'τουν τσ̑όουμι μαναχό μ' πιάνοιξί μι φόβους (Την νύχτα, όταν ήμουν μόνος, μ' έπιανε φόβος) Μισθ. -Κοτσαν. Ασ' το φόβοζ ουτ κόπεν τ' λαλιά τ' (Από τον φόβο του κόπηκε η φωνή του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Η μάνα τους ασ' σο φόβο τσης τα καταριόταν αμαεί τα γκελέγκεψαν αυτά (Η μητέρα τους από τον φόβο της γιατί τα καταριόταν μίλησαν γι' αυτούς) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Βάλλ' φόβος το φσ̑άχ' (Το παιδί αποκτά φοβία) Ανακ. -Κωστ.Α. Äρ να είσις Θεού φόβος, τζ̑ο να ποίκ' ατα̈́ τ' άργατα (Αν είχες το φόβο του Θεού, δε θα έκανες αυτά τα πράματα) Φάρασ. -Bağr. || Φρ. Φόος ταύραναν (Τραβούσαν φόβο˙ Φοβόντουσαν) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Παροιμ. Ο φόβος φυάκνει τα έρημα (Ο φόβος φυλά τα έρημα˙ Το κακό αποφεύγεται λόγω του φόβου πως θα αποκαλυφθεί η πράξη και των συνεπειών που θα ακολουθήσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Δέος Μισθ.
3. Δειλία Φάρασ.