Φλοητενός
(ουσ. αρσ.)
Φλοητενός
[floiteˈnos]
Ανακ.
Από το τοπων. Φλογητά και το παραγωγ. επίθμ. -ενός.
Ο κάτοικος των Φλογητών
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024