φκατζόκκο
(ουσ. ουδ.)
φκαdζόκκο
[fkaˈdzokο]
Φάρασ.
φκατσ̑όκκου
[fkaˈtʃoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. πλακί όπου και τύπ. φκατζ̑ί, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πλακάκι, πλατιά επίπεδη πέτρα
Φάρασ.
:
Παίρκαμε ένα φκαdζόκκο και το παένκαμε σ̑ην εικόνα του άγιου, άμα κολάνκε το φκαdζόκκο σ̑ην εικόνα με το τρίτη φορά θα γινότανε κάτι που θέλκαμε
(Παίρναμε μιά πλατιά πέτρα και την πηγαίναμε στην εικόνα του αγίου, αν κολούσε η πλατιά πέτρα στην εικόνα με την τρίτη φορά θα γινόταν κάτι που θέλαμε)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Πβ.
πλάκα :1, πλακί