φιστανέλα
(ουσ.)
φιστανέλα
[fistaˈnela]
Σίλ.
Από το ουσ. φουστάνι, όπου και τύπ. φιστάνι (πβ. τουρκ. fistan), και το παραγωγ. επίθμ. -έλα.
Γυναικείο μεσοφόρι
Πβ.
γκουντούκ