φιτλετίζω
(ρ.)
φιτλετίζω
[fitleˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. fitlemek = υποκινώ, υποδαυλίζω.
Υποκινώ, ραδιουργώ
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025