φκουμώνα
(επίθ.)
φκουμώνα
[fkuˈmona]
Φάρασ.
Από το ουσ. πλουμί, όπ. και τύπ. φκουμί, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πλουμιστός