φλουρί
(ουσ. ουδ.)
φλωρί
[floˈri]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ.
φιλωρί
[filoˈri]
Ποτάμ.
φλουρί
[fluˈri]
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ.
Πληθ.
φλουρία
[fluˈria]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. φλωρίον από το μεσν. λατιν. florenus = (νόμισμα) της Φλωρεντίας. Ο τύπ. φλουρί ήδη μεσν.
1. Χρυσό νόμισμα
ό.π.τ.
:
Εικοσάρικο φλωρί
(Φλουρί αξίας είκοσι γροσίων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Βέπνει σονgρά ένα χοσ̑ά άρτουπου οπ' πολλά φλουριά νας κο̈τϋκεγίσ̑ει τσ̑ην 'εναίκα του ντεγί.
(Έπειτα στέλνει έναν ωραίο άντρα με πολλά φλουριά με σκοπό να βλάψει την γυναίκα του)
Σίλ.
-Dawk.
Γιόμωσεν τα τσ̑ουβάλια με φλωριά, και πήγεν σο σπίτι τ'
(Γέμισε τα τσουβάλια με φλουριά και επέστρεψε στο σπίτι του)
Σίλατ.
-Dawk.
Μαμά μου είχε απ’ τσ’ Αγι’ Ελένας τα φλουρία
(Η μητέρα μου είχε τα φλουριά από της Αγία Ελένη)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Μοιρέσ' φλωρί
(Κληρονομικό φλουρί˙ Παλιό φλουρί)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Βρίσκω βρύσες, κρύα νερά,
έσκυψα να πιω λιγάκι
μου 'πεσε το μανδηλάκι
με τετρακόσια δυο φλουριά
Μαλακ., Σινασσ. -Παχτ. Παίρει τα γρόσια σην ποδιά και τα φλωριά σο τσόπλα τ' (Παίρνει τα γρόσια στην ποδιά και τα φλουριά στην τσέπη του) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. αλτούνι
έσκυψα να πιω λιγάκι
μου 'πεσε το μανδηλάκι
με τετρακόσια δυο φλουριά
Μαλακ., Σινασσ. -Παχτ. Παίρει τα γρόσια σην ποδιά και τα φλωριά σο τσόπλα τ' (Παίρνει τα γρόσια στην ποδιά και τα φλουριά στην τσέπη του) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. αλτούνι
2. Χρυσάφι
Μαλακ., Ποτάμ.
:
Μποίκιν ένα καμbήλ σέdε άσου φλουρί, κι έθικιν ασκέρ', να του φυλάξ'νι ντεγί
(Καλύπτει μιά καμήλα με χρυσάφι και βάζει στρατό να το φυλάξει)
Μαλακ.
-Dawk.
Το πιάνεις το χώμα να σε γένει φλωρί
(To χώμα που πιάνεις να σου γίνεται χρυσάφι· ευχή)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
αλτούνι, χρυσάφι, χρυσός