φοβούμαι
(ρ.)
φοβούμαι
[foˈvume]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
φοβούμι
[foˈvumi]
Μισθ., Σίλ.
φοβείμι
[foˈvimi]
Τσουχούρ.
φοείμι
[fοˈimi]
Αφσάρ., Κίσκ.
φοβούμου
[foˈvumu]
Σίλ.
φοόμαι
[fo'ome]
Ουλαγ.
Παρατατ.
φοβόμουν
[foˈvomun]
Αραβαν.
φοβινόσκα
[foviˈnoska]
Σίλ.
φοβούτονμαι
[foˈvutonme]
Αξ.
Παρατατ. γ' Εν.
φοβότουν
[foˈvotun]
Αραβαν.
φοβότον
[foˈvoton]
Τελμ.
φοότον
[fοˈoton]
Ουλαγ.
Παρατατ. Πληθ.
φοβούμεστεν
[foˈvumesten]
Τελμ.
Αόρ.
φοβήθα
[foˈviθa]
Μαλακ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φλογ.
φοβήχα
[foˈvixa]
Αξ., Γούρδ., Μισθ.
φοβήρα
[foˈvira]
Αραβαν.
φοήθα
[fo'iθa]
Κίσκ., Φάρασ.
φόγια
[ˈfoʝa]
Ουλαγ.
φοόχα
[fo'oxa]
Ουλαγ.
φοβήσκα
[foˈviska]
Σίλ.
Υποτ. Αόρ.
φοβηθώ
[foviˈθo]
Φλογ.
φοβησώ
[fovi'so]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. φοβοῦμαι = τρομάζω. Οι τύπ. φοόμαι και φοείμι με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [v].
1. Φοβάμαι
ό.π.τ.
:
Εγώ εδού σο βουνί σο φ'κάλ αφήνεις με μαναχή μ', και κανείνα ντε θωρώ, και μαναχό μ' φοβούμαι
(Εγώ εδώ στην κορυφή του βουνού με αφήνεις μοναχή και δε βλέπω κανένα και ολομόναχη φοβάμαι)
Τελμ.
-Dawk.
Αμμά φοβήσκι να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης οπ τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι μη τσ̑η σκοτώσ̑ει
(Αλλά φοβήθηκε να το πει στον πατέρα της λόγω του φόβου της ότι θα τη σκοτώσει)
Σίλ.
-Dawk.
Φοβινόσκι τσ̑ην 'εναίκα
(Φοβόταν για τη γυναίκα του)
Σίλ.
-Dawk.
Αρqαdάσ̑ης του φοβήσκι να γειπεί ντογρού
(Ο φίλος του φοβήθηκε να πει την αλήθεια)
Σίλ.
-Dawk.
Iτό κελ ογλάνς φοβήθην, κι έδειξιν του τόπου που ήσανdι τα πράματα
(Ο φαλακρός νέος φοβήθηκε και έδειξε το μέρος που ήταν τα πράγματα)
Μαλακ.
-Dawk.
Άπου μέρες το κορίτσ̑' φοβήθαν να το αφήκουν σο σπίτ'
(Φοβήθηκαν να αφήσουν την κοπέλα στο σπίτι τη μέρα)
Σίλατ.
-Dawk.
Ετό φοβήθην να κατεβεί
(Φοβήθηκε να κατέβει)
Σίλατ.
-Dawk.
Φοβείται μή ντα ειπεί τον νταdά του
(Φοβάται μήπως τα πει στον πατέρα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ρουκάνσε τσ̑αι το φσ̑όκκο, φοβήθη
(Και το μικρό αγόρι έκλαψε, φοβήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Σα ομbροτσ̑ινά τα μέρεζ ναίκα φοβότουν
(Στις πρώτες μέρες η γυναίκα φοβόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ούλ-λα νομάτε φοβήραν
(Όλοι οι άνθρωποι φοβήθηκαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βαλιού ντο ντένημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι, με φοάσαι
(Το να δέσεις το βουβάλι δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο πατισάχ bιρdέν φοόχε
(Ο βασιλιάς μονομιάς φοβήθηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιμείς έφααμ' ντου τσ̑ικίτσ̑', ντε φοβόταμ'
(Εμείς τη φάγαμε την κατσίκα, δε φοβόμασταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αν έχεις αρκά με φοβάσαι
(Αν έχεις μέσο μη φοβάσαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τον φοβόσανdε οι ναίκες
(Τον φοβόντουσαν οι γυναίκες)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Η νυφόκκο φοβήθη να υπά σην πεθερά τ'ς
(Η νυφούλα φοβήθηκε να πάει στην πεθερά της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στέρου φοβούμεστε στο χοκιμάτι
(Μετά φοβόμαστε στο κράτος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Και φοβήθαν και έφυγαν
(Και φοβήθηκαν και έφυγαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εκείνα φοβήθαν, πήραν το γιοργάνι και γυρίσαν σο σπίκι
(Εκείνοι φοβήθηκαν, πήραν το πάπλωμα και γύρισαν στο σπίτι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αυτά άκουαμ’ τα ας ση μάνα μας κι ας σο βαβά μας και φοβούμεστεν
(Αυτά ακούγαμε από τη μητέρα και τον πατέρα μας και φοβόμασταν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το φσάχ φοβότον
(Το παιδί φοβόταν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φοβόσαν να παν’ κοντά τσης
(Φοβόντουσαν να πάνε κοντά της)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Κι ασ' το αρκαdάσ̑ι σ' φοβήρ'
(Κι από τον φίλο σου να φοβάσαι˙ Να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο ποταμισμένος 'ς το σέλι τζ̑ο φοβείται
(Όποιος έπεσε στο ποτάμι από το ρέμα δε φοβάται˙ Για αυτούς που έχουν συνηθίσει στα δύσκολα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο φουσκωμένος 'ς τη βρεσ̑ήν τζ̑ο φοβείται
(Ο βρεγμένος από τη βροχή δε φοβάται˙ Για τον άνθρωπο που έχει δεχτεί χτυπήματα από τη μοίρα και έχει συνηθίσει στις δυσκολίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του ψοφά το γαϊρίδι 'ς το λύκο τζ̑ο φοβείται
(Το γαϊδούρι που ψοφά δε φοβάται από τον λύκο˙ Το έλεγαν κυρίως οι χρεωκοπημένοι και οι φτωχοί, όταν οι δανειστές τους απειλούσαν ότι θα τους πάρουν ό,τι έχουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σκιάζομαι :1, υρκελεντώ :1
2. Διστάζω
Αραβαν., κ.α., Μισθ.
:
Ήρτε σο κιφάλι μ' ένα όργο και φοβούμαι να το πω σε
(Μου έτυχε μία δουλειά και διστάζω να σου το πω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τσεκιντίζω