φορά
(ουσ. θηλ.)
φορά
[foˈra]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
Αιτ. Εν.
φ'ράς
[ˈfras]
Μαλακ.
Αιτ. Εν.
φοράς
[foˈras]
Σίλατ.
φαράς
[faˈras]
Αραβαν.
Πληθ.
φορα̈́δες
[foˈræðes]
Φάρασ.
φορέδες
[foˈreðes]
Φάρασ.
Αιτ. Πληθ.
φοράς
[foˈras]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
χοράς
[xoˈras]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το αρχ. ουσ. φορά = γρήγορη κίνηση, μεταφορά.
1. Φορά, περίσταση, χρονική στιγμή
ό.π.τ.
:
Κι ιτό κελ ογλάνς κάθι φ'ράς σκότωνιν απ’ ένα τσ̑ιράq
(Και αυτό το φαλακρό αγόρι κάθε φορά συνήθιζε να σκοτώνει και από έναν υπηρέτη)
Μαλακ.
-Dawk.
Πολλά φοράς νε ψωμί νε λερό νε χ̇ιριά χέκνισ̑κεν ντα
(Πολλές φορές ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε φαγητό τους έβαζε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα φοράς ένα βασ̑ιλέγας ποίκεν σε το απάνω πόλεμος
(Μία φορά ένας βασιλιάς έκανε πόλεμο στον αποπάνω βασιλιά)
Σίλατ.
-Dawk.
Α φορά φοτές ήτουνε σον κουρά, ήρτε α φσ̑όκκο
(Μία φορά, όταν ήταν στο σιδηρουργείο, ήρθε ένα μικρό παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Μια φορά ήρτεν ντεϊρμεντζ̑ής
(Μια φορά ήρθε ένας μυλωνάς)
Ποτάμ.
-Dawk.
Πολλά φοράς νε ψωμί νε λερό νε χι̂ριά χ̇έκνισ̑κεν ντα
(Πολλές φορές ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κολατσιό δε τους έβαζε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήτουν α φορά α σ̑ήρο ναίκα μο τα δύο τα μαχτσούμε τ'ς
(Ήταν μιά φορά μιά χήρα γυναίκα με τα δύο τα παιδιά της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λύκους μι δ' αλιbίκια γαρντάσ' νίουντι καμιά φορά
(Ο λυκος γίνεται αδελφός με την αλεπού καμιά φορά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
σέιλ
2. Με συνοδεία αριθμητικού, φορά, καθένα από τα επαναληπτικά στάδια
ό.π.τ.
:
Bάς τα τρεις φοράς
(Βάλε το φτυάρι τρεις φορές)
Σίλ.
-Dawk.
Φτσ̑ύνουν ντου οπ' ρώρεκα φοράς άνdρας κι 'εναίκα
(Ο άντρας και η γυναίκα του φτύνουν πάνω του δώδεκα φορές)
Σίλ.
-Dawk.
Πήρεν ντο πουλί, και bατίρσεν ντο τρία φοράς
(Πήρε το πουλί και το βούτηξε τρεις φορές)
Τελμ.
-Dawk.
Και φώσ̑κι τσ̑άλσεν ντο εδυό τρία φοράς, επήγεν και ήνοιξεν
(Και αφού χτύπησε δύο ή τρεις φορές, πήγε και άνοιξε)
Τελμ.
-Dawk.
Εμέ μάνα μ ένα φοράς με γένν'σεν
(Εμένα η μητέρα μου μία φορά με γέννησε)
Σίλατ.
-Dawk.
Ερυό φοράς
(Δύο φορές)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τρία φοράς πέφτ' στα πτέρια
(Τρεις φορές πέφτει στα πόδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πέφτισ̑κιν τρία φοράς στα γόνατα
(Έπεφτε τρεις φορές στα γόνατα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πηάισ̑καμ' σο μορμόρ' απάνω, λούισ̑καμ' ντου τρία φοράς, Δευτέρα, Τετράη, Παρασ̑κευή
(Πηγαίναμε πάνω στο μνήμα, το λούζαμε τρεις φορές, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πόσα φοράς;
(Πόσες φορές;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τίρια φοράς
(Τρεις φορές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούτσ̑α έπαν ντα ερυό-τρία φοράς
(Έτσι το εόπαν δυο-τρεις φορές)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ένα ντυό χοράς πήα
(μιά δυο φορές πήγα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μια φορά ντεν το θέκνεις, θέκνεις το δύο τρία φοράς,
(Μια φορα δεν το βάζεις, το βάζεςι δύο τρεις φορές)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τρία φοράς πλύν' ντο χαράη τ'
(Τρεις φορές πλένει το πρόσωπό του (ενν. μετά την κηδεία))
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πηάγα τζ̑αι τρία, τέσσαρα φορέδες στην Πόλη
(Πήγα και τρεις τέσσερις φορές στην Πόλη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
βακίτι, βολά :1, κερέ :1, σεφέρι