ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φορά (ουσ. θηλ.) φορά [foˈra] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. Αιτ. Εν. φ'ράς [ˈfras] Μαλακ. Αιτ. Εν. φοράς [foˈras] Σίλατ. φαράς [faˈras] Αραβαν. Πληθ. φορα̈́δες [foˈræðes] Φάρασ. φορέδες [foˈreðes] Φάρασ. Αιτ. Πληθ. φοράς [foˈras] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. χοράς [xoˈras] Μισθ., Τσαρικ. Από το αρχ. ουσ. φορά = γρήγορη κίνηση, μεταφορά.
1. Φορά, περίσταση, χρονική στιγμή ό.π.τ. : Κι ιτό κελ ογλάνς κάθι φ'ράς σκότωνιν απ’ ένα τσ̑ιράq (Και αυτό το φαλακρό αγόρι κάθε φορά συνήθιζε να σκοτώνει και από έναν υπηρέτη) Μαλακ. -Dawk. Πολλά φοράς νε ψωμί νε λερό νε χ̇ιριά χέκνισ̑κεν ντα (Πολλές φορές ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε φαγητό τους έβαζε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ένα φοράς ένα βασ̑ιλέγας ποίκεν σε το απάνω πόλεμος (Μία φορά ένας βασιλιάς έκανε πόλεμο στον αποπάνω βασιλιά) Σίλατ. -Dawk. Α φορά φοτές ήτουνε σον κουρά, ήρτε α φσ̑όκκο (Μία φορά, όταν ήταν στο σιδηρουργείο, ήρθε ένα μικρό παιδί) Φάρασ. -Dawk. Μια φορά ήρτεν ντεϊρμεντζ̑ής (Μια φορά ήρθε ένας μυλωνάς) Ποτάμ. -Dawk. Πολλά φοράς νε ψωμί νε λερό νε χι̂ριά χ̇έκνισ̑κεν ντα (Πολλές φορές ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κολατσιό δε τους έβαζε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήτουν α φορά α σ̑ήρο ναίκα μο τα δύο τα μαχτσούμε τ'ς (Ήταν μιά φορά μιά χήρα γυναίκα με τα δύο τα παιδιά της) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λύκους μι δ' αλιbίκια γαρντάσ' νίουντι καμιά φορά (Ο λυκος γίνεται αδελφός με την αλεπού καμιά φορά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. σέιλ
2. Με συνοδεία αριθμητικού, φορά, καθένα από τα επαναληπτικά στάδια ό.π.τ. : Bάς τα τρεις φοράς (Βάλε το φτυάρι τρεις φορές) Σίλ. -Dawk. Φτσ̑ύνουν ντου οπ' ρώρεκα φοράς άνdρας κι 'εναίκα (Ο άντρας και η γυναίκα του φτύνουν πάνω του δώδεκα φορές) Σίλ. -Dawk. Πήρεν ντο πουλί, και bατίρσεν ντο τρία φοράς (Πήρε το πουλί και το βούτηξε τρεις φορές) Τελμ. -Dawk. Και φώσ̑κι τσ̑άλσεν ντο εδυό τρία φοράς, επήγεν και ήνοιξεν (Και αφού χτύπησε δύο ή τρεις φορές, πήγε και άνοιξε) Τελμ. -Dawk. Εμέ μάνα μ ένα φοράς με γένν'σεν (Εμένα η μητέρα μου μία φορά με γέννησε) Σίλατ. -Dawk. Ερυό φοράς (Δύο φορές) Ουλαγ. -Κεσ. Τρία φοράς πέφτ' στα πτέρια (Τρεις φορές πέφτει στα πόδια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πέφτισ̑κιν τρία φοράς στα γόνατα (Έπεφτε τρεις φορές στα γόνατα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πηάισ̑καμ' σο μορμόρ' απάνω, λούισ̑καμ' ντου τρία φοράς, Δευτέρα, Τετράη, Παρασ̑κευή (Πηγαίναμε πάνω στο μνήμα, το λούζαμε τρεις φορές, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πόσα φοράς; (Πόσες φορές;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τίρια φοράς (Τρεις φορές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ούτσ̑α έπαν ντα ερυό-τρία φοράς (Έτσι το εόπαν δυο-τρεις φορές) Ουλαγ. -Κεσ. Ένα ντυό χοράς πήα (μιά δυο φορές πήγα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μια φορά ντεν το θέκνεις, θέκνεις το δύο τρία φοράς, (Μια φορα δεν το βάζεις, το βάζεςι δύο τρεις φορές) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τρία φοράς πλύν' ντο χαράη τ' (Τρεις φορές πλένει το πρόσωπό του (ενν. μετά την κηδεία)) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πηάγα τζ̑αι τρία, τέσσαρα φορέδες στην Πόλη (Πήγα και τρεις τέσσερις φορές στην Πόλη) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. βακίτι, βολά :1, κερέ :1, σεφέρι