φοκαλουτζής
(ουσ.)
φοκαλουτζ̑ής
[fokaluˈdʒis]
Σίλ.
Από το ουσ. φροκάλι, όπου και τύπ. φόκαλου, και το παραγωγ. επίθμ. -τζής
Κατασκευαστής σκουπών
:
'Κεί νάβρει του φοκαλουτζ̑ή πολύ φοκ͑αρά
(Εκεί θα βρει τον κατασκευαστή σκουπών πολύ φτωχό)
Σίλ.
-Dawk.
Πβ.
φροκάλι