ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοσσί (ουσ. ουδ.) φοσσί [fοˈsi] Κίσκ., Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. φοσ̑σ̑ί [fo'ʃi] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φλογ. φοσσόν [fοˈson] Σινασσ. Γεν. Εν. φοσ̑σ̑ού [fοˈʃu] Αξ. Από το μεσν. ουσ. φοσσίον (< λατιν. fossa) = αποθηκευτικός χώρος σιταριού (βλ. LBG), πβ. Σχολ. Δημοσθ. Ι.137.11 «τοὺς θησαυροὺς σιροὺς ἐκάλουν οἱ Θρᾷκες καὶ οἱ Λίβυες, ἃ νῦν φοσσία ἰδιωτικῶς». Πβ. και το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fosi = σκαμμένη τρύπα για φύτεμα, δάν. από την ελλ. (βλ. Tzitzilis 1987α: 133). Η λ. και Απουλ. Πόντ.
1. Λάκκος στο κελλάρι για την αποθήκευση σιτηρών ό.π.τ. : || Φρ. Γούβας το φοσσί (Σβέρκου η γούβα˙ Το βαθούλωμα του σβέρκου, του τράχηλου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να ιδείς γούβας σ' το φοσσί, να ιδείς τσ̑' εμένα (Αν δεις το βαθούλωμα του σβέρκου σου, θα δεις κι εμένα˙ Δεν θα με δεις ποτέ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καταφύγι, κελλάρι, κοφτός
2. Γενικότ., κελλάρι Φλογ. : Και το παιδί σέμε σο φοσ̑σ̑ί (Και το αγόρι μπήκε στο κελλάρι) Φλογ. -Dawk. Σέμα σο φοσ̑σ̑ί, και φά λόρος (Μπες στο κελλάρι και φάε τυρί) Φλογ. -Dawk.
3. Γενικότ., λάκκος Τσουχούρ. : Πήιν σα μνημόρα, ήνοιξιν α μιτσίκκου φοσσί σο μνημόρι του, προύχουσιν τα (Πήγε στο νεκροταφείο, άνοιξε ένα μικρό λάκκο στο μνήμα του, το έθαψε μέσα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
β. Βόθρος Μαλακ.
γ. H τρύπα του νερόμυλου από όπου έβγαινε το νερό μετά τη ρόδα Σινασσ.
δ. Μικρή λίμνη σε σπηλιά Ανακ.
4. Καταπακτή Μαλακ.