ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοφτός (ουσ. αρσ.) κοφτός [koˈftos] Τελμ. κοφτό [koˈfto] Τροχ. Πληθ. κοφτούδες [koˈftuðes] Τελμ. κοφτούδια [koˈftuðʝa] Τελμ. Από το αρχ. επίθ. κοπτός = κομμένος, με την σημ. ‘σκαμμένος στον βράχο'.
1. Σκαμμένος στον βράχο Τροχ. : Σο χωριό μας ήταν κοφτό ’να εκκλησία (Στο χωριό μας ήταν σκαλισμένη στο βράχο μιά εκκλησία) Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
2. Ως ουσ., υπόγειο, κελλάρι ό.π.τ. : Αντέ, Χρηστό, σο κοφτό να φέρεις αβγά (Πήγαινε Χρήστο στο κελλάρι να φέρεις αβγά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άμα σφάζουνε οι Τούρκοι να πάμε σο καταφύγ΄, σο κοφτούδες (Άμα σφάζουνε οι Τούρκοι, να πάμε στο κελλάρι, στο υπόγειο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σα κοφτούδια μπαίνισκαμ' (Μπαίναμε στα υπόσκαφα) Τελμ. Συνών. καταφύγι :2, κελλάρι :1, φοσσί :2