ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κράνι (ουσ. ουδ.) κράνι [ˈkrani] Φάρασ., Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. κράνιον.
1. Ο καρπός της κρανιάς, το κράνο ό.π.τ. : Κατεβαίνου ατζ̑ά κάτου σο Γιολλάχι, να φυάξω το κράνι, να 'ινεί, να φτάσει, τζαι να φάγω τζ̑' εγώ τα κράνε του (Κατεβαίνω εκεί κάτω στο Γιολλάχι, να φυλάξω την κρανιά, να γίνει, να ωριμάσει, και να φάω κι εγώ τα κράνα της) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Το δένδρο Κρανέα η άρρην (Cornus mas), κοινώς κρανιά ό.π.τ. : Ήθισαν τα κράνε (Άνθισαν οι κρανιές) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.