κοφτί
(ουσ. ουδ.)
κοφτσ̑ί
[kofˈtʃi]
Σίλ.
κöφτέ
[cøˈfte]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köfte = μουσταλευριά, αντιδάν. από το μεσν. ελλ. *κοφτή < μεταγν. κοπτή = είδος γλυκού με κοπανισμένο σουσάμι (Tzitzilis 1987α: 67).
Μουσταλευριά
:
Ρώκα τ’ ένα π͑αρτσ̑ά κοφτσ̑ί
(Του έδωσα ένα κομμάτι μουσταλευριά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κοφτάρι