ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κράξιμο (ουσ. ουδ.) κράξιμο [ˈkraksimo] Σινασσ. κράξιμου [ˈkraksimu] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. κράξιμον = α) κλήση, πρόσκληση β) έφεση.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κράζω : Έπεσε στα γέρμα τόπους και στ’ άγρια βουϊνά, όπου δεν ακούεται κοκοϊνού κράξιμο (Έπεσε στους έρημους τόπους και στ’ άγρια βουνά, όπου δεν ακούγεται λάλημα πετεινού) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τσαγιρμάς :1