κράξιμο
(ουσ. ουδ.)
κράξιμο
[ˈkraksimo]
Σινασσ.
κράξιμου
[ˈkraksimu]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. κράξιμον = α) κλήση, πρόσκληση β) έφεση.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κράζω
:
Έπεσε στα γέρμα τόπους και στ’ άγρια βουϊνά, όπου δεν ακούεται κοκοϊνού κράξιμο
(Έπεσε στους έρημους τόπους και στ’ άγρια βουνά, όπου δεν ακούγεται λάλημα πετεινού)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
τσαγιρμάς :1