κόχλος
(ουσ. αρσ.)
κόχλος
[ˈkoxlos]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. κόχλος = είδος οστρακοειδούς με σπειροειδές κέλυφος. Ο Αρχέλαος (1899: 247) σημειώνει «παρά ταῖς γραῖαις, ἤδη σαλιάγκος».
2. Βίδα.
Συνών.
βιτάς :1