φούσκαρας
(ουσ. θηλ.)
φούσκαρα
[ˈfuskara]
Αραβ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
φούσ̑κερε
[ˈfuʃcere]
Αξ.
φούσκενε
[ˈfuskene]
Φλογ.
βίσινα
[ˈvisina]
Σίλατ.
Αρσ.
φούσκαρας
[ˈfuskaras]
Μισθ.
Ουδ.
φίσ̑κερε
[ˈfiʃcere]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
φίσ̑κενε
[ˈfiʃcene]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ.
Πληθ.
φούσ̑κιανες
[ˈfuʃcanes]
Φλογ.
φούσ̑καρις
[ˈfuʃkaris]
Μισθ.
φούσκιαρες
[ˈfuscares]
Αξ.
φυσκιάλες
[fiˈscales]
Μπέηκ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fiskene = σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας, όπου και τύπ. fişkene, fişkele, fişgene, fişgana, fişgele, το οπ. σύμφωνα με τον Τζιτζιλή (Tzitzilis 1987α: 134) από αμάρτ. ουσ. *φύσκαινα.
1. Σαλιγκάρι
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Ντου μουχώπουρου τουν βρέχ' βγαίν'νι ντα φούσκαρις
(Το φθινόπωρο, όταν βρέχει, βγαίνουν τα σαλιγκάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μα̈ντα̈́ρια σώρουβις, φούσκαρις σώρουβις
(Μανιτάρια μάζευες, σαλιγκάρια μάζευες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λε, ας ψ̑ήσουμ' φούσκαρις ας φάμ'
(Λέει, ας ψήσουμε σαλιγκάρια, ας φάμε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ήψαμε τ' οντζάχ και ψήνουμ' φούσ̑κιανες
(Ανάψαμε το τζάκι και ψήνουμε σαλιγκάρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Με το πληγούρ’ σ̑άνισ̑καν τα φούσκιαρες
(Με το πληγούρι μαγειρεύαμε τα σαλιγκάρια)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
κερατάς :1
2. Φυσαλίδα
Μισθ.
:
Ντου λερό κάνισ̑κιν φούσκαρις, να βρέξ' πολύ
(Αν το νερό της βροχής έκανε φυσαλίδες, θα έβρεχε πολύ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
φούσκα :3