ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φούσκαρας (ουσ. θηλ.) φούσκαρα [ˈfuskara] Αραβ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. φούσ̑κερε [ˈfuʃcere] Αξ. φούσκενε [ˈfuskene] Φλογ. βίσινα [ˈvisina] Σίλατ. Αρσ. φούσκαρας [ˈfuskaras] Μισθ. Ουδ. φίσ̑κερε [ˈfiʃcere] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. φίσ̑κενε [ˈfiʃcene] Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ. Πληθ. φούσ̑κιανες [ˈfuʃcanes] Φλογ. φούσ̑καρις [ˈfuʃkaris] Μισθ. φούσκιαρες [ˈfuscares] Αξ. φυσκιάλες [fiˈscales] Μπέηκ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fiskene = σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας, όπου και τύπ. fişkene, fişkele, fişgene, fişgana, fişgele, το οπ. σύμφωνα με τον Τζιτζιλή (Tzitzilis 1987α: 134) από αμάρτ. ουσ. *φύσκαινα.
1. Σαλιγκάρι Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. : Ντου μουχώπουρου τουν βρέχ' βγαίν'νι ντα φούσκαρις (Το φθινόπωρο, όταν βρέχει, βγαίνουν τα σαλιγκάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Μα̈ντα̈́ρια σώρουβις, φούσκαρις σώρουβις (Μανιτάρια μάζευες, σαλιγκάρια μάζευες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λε, ας ψ̑ήσουμ' φούσκαρις ας φάμ' (Λέει, ας ψήσουμε σαλιγκάρια, ας φάμε) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ήψαμε τ' οντζάχ και ψήνουμ' φούσ̑κιανες (Ανάψαμε το τζάκι και ψήνουμε σαλιγκάρια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Με το πληγούρ’ σ̑άνισ̑καν τα φούσκιαρες (Με το πληγούρι μαγειρεύαμε τα σαλιγκάρια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κερατάς :1
2. Φυσαλίδα Μισθ. : Ντου λερό κάνισ̑κιν φούσκαρις, να βρέξ' πολύ (Αν το νερό της βροχής έκανε φυσαλίδες, θα έβρεχε πολύ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. φούσκα :3