ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουρούνι (ουσ. ουδ.) φουρούνι [fuˈruni] Φάρασ. φουρούν' [fuˈrun] Αξ., Αραβαν., Τροχ., Φερτάκ. Πληθ. φουρούνια [fuˈruɲa] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. fırın, όπου και παλαιότ. τύπ. furun = φούρνος. Ο τύπ. στα τουρκ. από το μεταγν. ελλ. ουσ. φοῦρνος (< λατιν. furnus).
Φούρνος ό.π.τ. : Κόν'σα τα σο φουρούνι (Τους έρριξα στον φούρνο) Φάρασ. -Dawk. Έλα ερού, ον ετιά φουρούνια ψωμιά μ' έφαγες (έλα εδώ, τόσους φούρνους ψωμιά έφαγες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ' φουρουνιού το στόμα (Η πόρτα του φούρνου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μαίνισ̑καμ’ 'ς το φουρούν' μέσα και ντεμέκ κρυβιζιόσουμεστε (Μπαίναμε μέσα στον φούρνο και δήθεν κρυβόμασταν) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Το νηστσ̑ικό το σ̑κυλί τύρπ'σε το φουρούν' (Το νηστικό σκυλί τον εαυτό του στον φούρνο τον νομίζει˙ ο πεινασμένος δε βαστιέται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κλιβάνι, φούρνος