φουκαρλαντίζω
(ρ.)
φουκαρλανdίζου
[fukarlanˈdizu]
Μισθ.
φικ͑αρελενdού
[fikharelenˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
φουκαρλάντσα
[fukarˈlantsa]
Μισθ.
φικ͑αρελένσα
[fikhareˈlensa]
Ουλαγ.
Από το ουσ. φουκαράς και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Γίνομαι φτωχός
ό.π.τ.
:
Χάσα το βιοζ ιμ τσι φουκαρλάντσα
(Έχασα την περιουσία μου και έγινα φτωχός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αντίθ
ζεγκινεντίζω, καζαντίζω