ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουκαρλαντίζω (ρ.) φουκαρλανdίζου [fukarlanˈdizu] Μισθ. φικ͑αρελενdού [fikharelenˈdu] Ουλαγ. Αόρ. φουκαρλάντσα [fukarˈlantsa] Μισθ. φικ͑αρελένσα [fikhareˈlensa] Ουλαγ. Από το ουσ. φουκαράς και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Γίνομαι φτωχός ό.π.τ. : Χάσα το βιοζ ιμ τσι φουκαρλάντσα (Έχασα την περιουσία μου και έγινα φτωχός) Μισθ. -Κοτσαν. Αντίθ ζεγκινεντίζω, καζαντίζω