φούγια
(ουσ. θηλ.)
φούγια
[ˈfuʝa]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ.
Πληθ.
φούγες
[ˈfuʝes]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. συνδέεται με το μεταγν. ουσ. φοῦ (LSJ, LBG, Ducange) = είδος του φυτού Νάρδος.
Το θαμνώδες φυτό ρείκι, από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες, σκουπόχορτο
ό.π.τ.
:
Ηύραν 'να Τουρκού κόμμα, φούγις μέσ̑η τ' σωρωμένα
(Βρήκαν το χωράφι ενός Τούρκου, με φρύγανα σωρεμένα στη μέση)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
φροκάλι