ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φούγια (ουσ. θηλ.) φούγια [ˈfuʝa] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ. Πληθ. φούγες [ˈfuʝes] Ανακ., Αξ., Μισθ. Αγν. ετύμ. Πιθ. συνδέεται με το μεταγν. ουσ. φοῦ (LSJ, LBG, Ducange) = είδος του φυτού Νάρδος.
Το θαμνώδες φυτό ρείκι, από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες, σκουπόχορτο ό.π.τ. : Ηύραν 'να Τουρκού κόμμα, φούγις μέσ̑η τ' σωρωμένα (Βρήκαν το χωράφι ενός Τούρκου, με φρύγανα σωρεμένα στη μέση) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. φροκάλι