ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοτουλαντίζω (ρ.) φοτουλαντίζου [fotulaˈdizu] Μισθ. φοτουλαντίεις [fotulaˈdiis] Μισθ. Προστ. φοτουλάδα [fotuˈlaða] Μισθ. Από το επίθ. φοτουλού αναλογ. προς τα προσαρμοσμένα ρ. δάνεια σε -λαντίζω.
Υπερηφανεύομαι ό.π.τ. : Πολύ με φοτουλαντίεις (Πολύ μην υπερηφανεύεσαι) Μισθ. -Κοτσαν. Φοτουλαντίζ’νι τσι λίου, αμ μπράβο (Υπερηφανεύομαι λίγο, αλλά μπράβο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.