ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φόρεμα (ουσ. ουδ.) φόρημα [ˈforima] Φάρασ. φόρεμα [ˈforema] Αραβαν. φόρομα [ˈforoma] Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ. φόρουμα [ˈforuma] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. φόρεμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. φόρημα = φορτίο. Ο τύπ. φόρομα με αφομ. [e] > [o], και λιγότερο πιθ. από τον τύπ. φορώνω του ρ. φορώ. Ο τύπ. φόρουμα με αφομ. [e] > [o] και τροπή [o] > [u].
1. Ντύσιμο Αραβαν., Μισθ., Φάρασ. : Ητο ντου σαάτ ντου φόρουμα σ’ τί 'νι; (Τέτοια ώρα το ντύσιμο σου τι είναι;) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Φορεσιά Γούρδ., Φάρασ. : Εκείνο το χήρα ’ναίκα καλά φορώματα πλέν', καλό φαγητό σάν' (Αυτή η χήρα γυναίκα καλά πλένει τα ρούχα, καλά φαγητά φτιάχνει) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. ιμάτι, σαγιάς :1, τσόλι, φορεσιά, ρούχο