φόρεμα
(ουσ. ουδ.)
φόρημα
[ˈforima]
Φάρασ.
φόρεμα
[ˈforema]
Αραβαν.
φόρομα
[ˈforoma]
Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ.
φόρουμα
[ˈforuma]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. φόρεμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. φόρημα = φορτίο. Ο τύπ. φόρομα με αφομ. [e] > [o], και λιγότερο πιθ. από τον τύπ. φορώνω του ρ. φορώ. Ο τύπ. φόρουμα με αφομ. [e] > [o] και τροπή [o] > [u].
1. Ντύσιμο
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
:
Ητο ντου σαάτ ντου φόρουμα σ’ τί 'νι;
(Τέτοια ώρα το ντύσιμο σου τι είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Φορεσιά
Γούρδ., Φάρασ.
:
Εκείνο το χήρα ’ναίκα καλά φορώματα πλέν', καλό φαγητό σάν'
(Αυτή η χήρα γυναίκα καλά πλένει τα ρούχα, καλά φαγητά φτιάχνει)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
ιμάτι, σαγιάς :1, τσόλι, φορεσιά, ρούχο