ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φότος (ουσ. ουδ.) φότος [ˈfotos] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. φοτός [fοˈtos] Ανακ., Αξ. φότ-τας [ˈfοttas] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. hotoz = α) φτερό στο κεφάλι πτηνών β) στολίδι του κεφαλόδεσμου σε ποικίλα χρώματα και σχέδια, όπου και διαλεκτ. τύπ. fottoz = υφασμάτινη λουρίδα που συγκρατεί τον γυναικείο κεφαλόδεσμο (THADS, λ. fottoz).
1. Είδος περιδέσεως και κομμώσεως του κεφαλιού Ανακ., Φερτάκ.
β. Ειδικότ., ο κεφαλόδεσμος της νεόνυμφης Αραβαν., Γούρδ.
2. Χρωματιστό στολίδι του γυναικείου κεφαλόδεσμου Αξ.
3. Παιχνίδι κατά το οποίο οι παίχτες έπρεπε, ρίχνοντας μικρά ξύλα, να χτυπήσουν και να μετατοπίσουν το φέσι ενός εκ των παικτών (που είχε τον ρόλο του φύλακα) και το οποίο είχε τοποθετηθεί ως σκοπόσημο Φλογ. : || Φρ. Τώκεν φότ-τας (Χτύπησε τον φότο˙ έρριξε το ξύλο του, κατά το παιχνίδι <em>φότας</em>) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425