ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουκαράς (ουσ.) φουκ͑αράς [fukhaˈras] Γούρδ., Μισθ., Σίλ. φουκ͑αρα̈́ς [fukhaˈræs] Φάρασ. φουκαρά [fukaˈra] Μισθ. φουκ͑αρές [fukhaˈres] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. φουκαρέ [fukaˈre] Τροχ. φουκ͑αρέας [fukhaˈreas] Αφσάρ. φουχαρα̈́ς [fuxaˈræs] Τσουχούρ., Φάρασ. φoκ͑αρά [fokhaˈra] Σίλ. φι̂καρά [fıkaˈra] Τελμ. φικ͑αρέ [fikhaˈre] Ουλαγ., Σεμέντρ. Θηλ. φουκαράρ'σσα [fukaˈrarsa] Σίλ. φουχαρα̈́σσα [fuxaˈræsa] Αφσάρ. Πληθ. φουκαρέδοι [fikaˈreði] Τσουχούρ. φουχαρέδες [fuxaˈreðes] Αφσάρ. φουκαρέγια [fukaˈreʝa] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. fukara, όπου και τύπ. fıkara (< αραβ. πληθ. fuḳarāˀ του επιθ. faḳīr = φτωχός).
Φτωχός, κακόμοιρος, αξιολύπητος ό.π.τ. : Ατό άστου! Φουκαράς 'νι (Αυτός άσ' τον! Φουκαράς είναι) Μισθ. -Κοτσαν. Α φουκ͑αρέας πήνι αdζ̑εί σο νομάτη (Ο φτωχός πήγε σ' εκείνον τον άνθρωπο) Αφσάρ. -Dawk. Είν' σο χωριό μας ένα σϋρΰ φουκαρεριού κορίτσ̑α (Υπάρχουν στο χωριό μας ένα σωρό φτωχά κορίτσια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κειότανε πολύ φουκ͑αρές (Ήτανε πολύ φτωχοί) Φλογ. -Dawk. Φουκ͑αρέζ 'μι· ό,τι να μι δώκ'ς, δώζ' μι (Φτωχός είμαι· ό,τι (είναι) να μου δώσεις, δώσ' μου) Μαλακ. -Dawk. 'Κεί νάβρει του φοκαλουτζ̑ή πολύ φοκ͑αρά (Εκεί θα βρει τον κατασκευαστή σκουπών πολύ φτωχό) Σίλ. -Dawk. Ιτσ̑ά φικαρέ ήταν (Αυτοί ήταν φτωχοί) Ουλαγ. -Dawk. Εκιού τση ώρα ήρτεν ένα φι̂καρά ντιλενdζ̑ής (Εκείνη την ώρα ήρθε ένας φτωχός ζητιάνος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ήσανdε φουκαρα̈́δες. Πααίνκανε φερίνκανε (τα) μπεσ̑ακόκκα ξύα· πουάνκαν ντα· παίρνκανε σ̑εκάρε· τρώνκανε (Ήταν φτωχοί. Πήγαιναν φέρνανε τα μικρά της οικογένειας ξύλα· τα πουλούσαν· αγόραζαν ζάχαρη· έτρωγαν) Φάρασ. -Dawk. 'ς το σεράι 'γνέντα ήτουνι αν χανές φουχαρέδοι (Απέναντι από το σαράι υπήρχε μιά οικογένεια φτωχών) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ερχούτανε σο μάνα μ' ένα φουκαρέ να ποίκ' σάλια (Ερχόταν στην μάνα μου ένα φτωχός να του φτιάξει σάλια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Γιάβρουμ' λέει το, φουκαρές 'μαι, ντώσ' με λίγο γάλια ας πιώ (Παιδάκι μου του λέει, είμαι φτωχός, δώσε μου λίγο γάλα να πιώ) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Παροιμ. Ο φουχαρα̈́ς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς (Ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη˙ Όταν κάποιος δίνει σε κάποιον που έχει περισσότερα από αυτόν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' ζενgινιού το γιοργάν' μακρύ 'ναι, το βρώμοζ-ου-τ' όξω ντε βγαίν', τ' φουκαρεγιού μικρό' ναι, αψά βγαίν' (Του πλούσιου το πάπλωμα είναι μακρύ και η βρώμα του δεν βγαίνει έξω, ενώ του φτωχού είναι μικρό και (η βρώμα του) βγαίνει γρήγορα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαρίπης :2, εσεκτσής :3, σεφίλι, τσιρτσιπλάχ :2, φτωχός