φουκαράς
(ουσ.)
φουκ͑αράς
[fukhaˈras]
Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
φουκ͑αρα̈́ς
[fukhaˈræs]
Φάρασ.
φουκαρά
[fukaˈra]
Μισθ.
φουκ͑αρές
[fukhaˈres]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
φουκαρέ
[fukaˈre]
Τροχ.
φουκ͑αρέας
[fukhaˈreas]
Αφσάρ.
φουχαρα̈́ς
[fuxaˈræs]
Τσουχούρ., Φάρασ.
φoκ͑αρά
[fokhaˈra]
Σίλ.
φι̂καρά
[fıkaˈra]
Τελμ.
φικ͑αρέ
[fikhaˈre]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Θηλ.
φουκαράρ'σσα
[fukaˈrarsa]
Σίλ.
φουχαρα̈́σσα
[fuxaˈræsa]
Αφσάρ.
Πληθ.
φουκαρέδοι
[fikaˈreði]
Τσουχούρ.
φουχαρέδες
[fuxaˈreðes]
Αφσάρ.
φουκαρέγια
[fukaˈreʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. fukara, όπου και τύπ. fıkara (< αραβ. πληθ. fuḳarāˀ του επιθ. faḳīr = φτωχός).
Φτωχός, κακόμοιρος, αξιολύπητος
ό.π.τ.
:
Ατό άστου! Φουκαράς 'νι
(Αυτός άσ' τον! Φουκαράς είναι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Α φουκ͑αρέας πήνι αdζ̑εί σο νομάτη
(Ο φτωχός πήγε σ' εκείνον τον άνθρωπο)
Αφσάρ.
-Dawk.
Είν' σο χωριό μας ένα σϋρΰ φουκαρεριού κορίτσ̑α
(Υπάρχουν στο χωριό μας ένα σωρό φτωχά κορίτσια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κειότανε πολύ φουκ͑αρές
(Ήτανε πολύ φτωχοί)
Φλογ.
-Dawk.
Φουκ͑αρέζ 'μι· ό,τι να μι δώκ'ς, δώζ' μι
(Φτωχός είμαι· ό,τι (είναι) να μου δώσεις, δώσ' μου)
Μαλακ.
-Dawk.
'Κεί νάβρει του φοκαλουτζ̑ή πολύ φοκ͑αρά
(Εκεί θα βρει τον κατασκευαστή σκουπών πολύ φτωχό)
Σίλ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά φικαρέ ήταν
(Αυτοί ήταν φτωχοί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Εκιού τση ώρα ήρτεν ένα φι̂καρά ντιλενdζ̑ής
(Εκείνη την ώρα ήρθε ένας φτωχός ζητιάνος)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήσανdε φουκαρα̈́δες. Πααίνκανε φερίνκανε (τα) μπεσ̑ακόκκα ξύα· πουάνκαν ντα· παίρνκανε σ̑εκάρε· τρώνκανε
(Ήταν φτωχοί. Πήγαιναν φέρνανε τα μικρά της οικογένειας ξύλα· τα πουλούσαν· αγόραζαν ζάχαρη· έτρωγαν)
Φάρασ.
-Dawk.
'ς το σεράι 'γνέντα ήτουνι αν χανές φουχαρέδοι
(Απέναντι από το σαράι υπήρχε μιά οικογένεια φτωχών)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ερχούτανε σο μάνα μ' ένα φουκαρέ να ποίκ' σάλια
(Ερχόταν στην μάνα μου ένα φτωχός να του φτιάξει σάλια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Γιάβρουμ' λέει το, φουκαρές 'μαι, ντώσ' με λίγο γάλια ας πιώ
(Παιδάκι μου του λέει, είμαι φτωχός, δώσε μου λίγο γάλα να πιώ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Παροιμ.
Ο φουχαρα̈́ς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς
(Ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη˙ Όταν κάποιος δίνει σε κάποιον που έχει περισσότερα από αυτόν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ' ζενgινιού το γιοργάν' μακρύ 'ναι, το βρώμοζ-ου-τ' όξω ντε βγαίν', τ' φουκαρεγιού μικρό' ναι, αψά βγαίν'
(Του πλούσιου το πάπλωμα είναι μακρύ και η βρώμα του δεν βγαίνει έξω, ενώ του φτωχού είναι μικρό και (η βρώμα του) βγαίνει γρήγορα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γαρίπης :2, εσεκτσής :3, σεφίλι, τσιρτσιπλάχ :2, φτωχός