ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουρουντζής (ουσ. αρσ.) φουρουντζής [furun'dʒis] Φάρασ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. fırıncı = φούρναρης, όπου και διαλεκτ. τύπ. furuncu.
Φούρναρης Φάρασ. : Πάγασέν ντα σο φουρουντζ̑ή (Το πήγε στον φούρναρη) Φάρασ. -Dawk. Απικεί λύκος παίν' σο φουρουντζή "δος λίγο αλεύρι», λέει (Από εκεί ο λύκος πάει στο φούρναρη, «Δώσε λίγο αλεύρι» του λέει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361