φουρουντζής
(ουσ. αρσ.)
φουρουντζής
[furun'dʒis]
Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. fırıncı = φούρναρης, όπου και διαλεκτ. τύπ. furuncu.
Φούρναρης
Φάρασ.
:
Πάγασέν ντα σο φουρουντζ̑ή
(Το πήγε στον φούρναρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Απικεί λύκος παίν' σο φουρουντζή "δος λίγο αλεύρι», λέει
(Από εκεί ο λύκος πάει στο φούρναρη, «Δώσε λίγο αλεύρι» του λέει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361