φουρσάτι
(ουσ. ουδ.)
φουρσάτ'
[furˈsat]
Τροχ.
φουρσάν'
[furˈsan]
Μαλακ.
φουρσάντ͑ι
[furˈsantʰi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. fırsat = ευκαιρία, όπου και διαλεκτ. τύπ. fursat, fırsant (Tietze 2016, λ. fursant). H λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. φουρσάντι (Mackridge 2021: 150).
Ευκαιρία
ό.π.τ.
:
Nτώκετ' 'ς εμέ φουρσάτ να σας πω τίγαλα λάλ'ναν γλώσσα τ'νε 'ς πατρίδα τ'νε τα βαβάροι μας
(Μου δώσατε την ευκαιρία να πω πώς μιλούσαν την γλώσσα τους στην πατρίδα τους οι πατεράδες μας)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
νταράχ