ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουσκώνω (ρ.) φουσκώνω [fu'skono] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. φουσκώνου [fu'skonu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Παθ. φουσκούμαι [fu'skume] Αξ. Αόρ. φουσκώθα [fu'skoθa] Τσουχούρ., Φάρασ. Μτχ. φουσκωμένος [fuskoˈmenos] Φάρασ. Μτχ. φουσκωμένο [fuskoˈmeno] Γούρδ. Μτχ. φουσκωμένου [fuskoˈmenu] Φάρασ. Προστ. φούσκω [ˈfusko] Αξ. Μεσν. ρ. φουσκώνω.
1. Διογκώνομαι, φουσκώνω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Φούσκουσι του ψωμί (Φούσκωσε το ψωμί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τι να το ρωτήσω, τ͑ις το ξεύρ' 'ς πσ̑ο σας κοντά κοιμήχεν γκαι φούσκωσεν τ' κοιλιά τ' (Τι να ρωτήσω, ποιος την ξέρει με ποιον από εσάς κοιμήθηκε και φούσκωσε η κοιλιά της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ό,τσ̑ις τρώει πολύ, φουσκών' το καργιά τ' (Όποιος τρώει πολύ φουσκώνει η κοιλιά του˙ Η κατάχρηση είναι βλαβερή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. καμπαρντίζω, κοκρεντίζω
2. Πρήζομαι Αξ.
3. Εξοργίζομαι Γούρδ.
4. Βρέχω, βρέχομαι Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Ναν άξωμε τα ρούχα σου· φούσκωσανε (Θα αλλάξουμε τα ρούχα σου· βράχηκαν) Φάρασ. -Dawk. Το γκεβρέκ το ψωμί φούσκω το (Το ξερό το ψωμί μούσκεψέ το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'νεκομbούμαστε μη φουσκώσουμε 'ς το νερό (Ανασκουμπωνόμαστε για να μη βραχούμε από το νερό) Φάρασ. -Ανδρ. 'ς το σ̑όνι φούσκωσε (Από το χιόνι βράχηκε) Φάρασ. -Αναστασ. Φουσκώθην 'σ' σουν ίδρου (Έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Πήγαν 'ς α σπήους 'πέσου, μου φουσκωθούν (Μπήκαν μέσα σε μία σπηλιά για να μη βραχούν, ενν. από την βροχή) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Σα μη φουσκώσ' ο κώς σου, ψάρε τζ̑ο πορείς να πιέσ' (Αν δε βραχεί ο κώλος σου, ψάρια δεν μπορείς να πιάσεις˙ Δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα, αν δεν μοχθήσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ισλαντώ, χυλώνω