φουσκώνω
(ρ.)
φουσκώνω
[fu'skono]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
φουσκώνου
[fu'skonu]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Παθ.
φουσκούμαι
[fu'skume]
Αξ.
Αόρ.
φουσκώθα
[fu'skoθa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Μτχ.
φουσκωμένος
[fuskoˈmenos]
Φάρασ.
Μτχ.
φουσκωμένο
[fuskoˈmeno]
Γούρδ.
Μτχ.
φουσκωμένου
[fuskoˈmenu]
Φάρασ.
Προστ.
φούσκω
[ˈfusko]
Αξ.
Μεσν. ρ. φουσκώνω.
1. Διογκώνομαι, φουσκώνω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Φούσκουσι του ψωμί
(Φούσκωσε το ψωμί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τι να το ρωτήσω, τ͑ις το ξεύρ' 'ς πσ̑ο σας κοντά κοιμήχεν γκαι φούσκωσεν τ' κοιλιά τ'
(Τι να ρωτήσω, ποιος την ξέρει με ποιον από εσάς κοιμήθηκε και φούσκωσε η κοιλιά της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ό,τσ̑ις τρώει πολύ, φουσκών' το καργιά τ'
(Όποιος τρώει πολύ φουσκώνει η κοιλιά του˙ Η κατάχρηση είναι βλαβερή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
καμπαρντίζω, κοκρεντίζω
2. Πρήζομαι
Αξ.
3. Εξοργίζομαι
Γούρδ.
4. Βρέχω, βρέχομαι
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ναν άξωμε τα ρούχα σου· φούσκωσανε
(Θα αλλάξουμε τα ρούχα σου· βράχηκαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Το γκεβρέκ το ψωμί φούσκω το
(Το ξερό το ψωμί μούσκεψέ το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'νεκομbούμαστε μη φουσκώσουμε 'ς το νερό
(Ανασκουμπωνόμαστε για να μη βραχούμε από το νερό)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ς το σ̑όνι φούσκωσε
(Από το χιόνι βράχηκε)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Φουσκώθην 'σ' σουν ίδρου
(Έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Πήγαν 'ς α σπήους 'πέσου, μου φουσκωθούν
(Μπήκαν μέσα σε μία σπηλιά για να μη βραχούν, ενν. από την βροχή)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Σα μη φουσκώσ' ο κώς σου, ψάρε τζ̑ο πορείς να πιέσ'
(Αν δε βραχεί ο κώλος σου, ψάρια δεν μπορείς να πιάσεις˙ Δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα, αν δεν μοχθήσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ισλαντώ, χυλώνω