φούσκα
(ουσ. θηλ.)
φούσκα
[ˈfuska]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
φούσικα
[ˈfusika]
Μαλακ.
φύστικα
[ˈfistika]
Ανακ.
Πληθ.
φούσικις
[ˈfusicis]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. φούσκα, το οπ. από το αρχ. δωρ. ουσ. φύσκη (αττ. φύσκα). Ο τύπ. φούσικα με ανάπτυξη [i] εντός της λ. για αποφυγή χασμωδίας.
1. Ουροδόχος κύστη
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
|| Φρ.
Πατλάτ'σιν φούσκα μ'
(Έσκασε η φούσκα μου˙ Έχω πολύ έντονη ανάγκη για ούρηση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Κύστη χολής
Αξ.