ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φούσκα (ουσ. θηλ.) φούσκα [ˈfuska] Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. φούσικα [ˈfusika] Μαλακ. φύστικα [ˈfistika] Ανακ. Πληθ. φούσικις [ˈfusicis] Μαλακ. Από το μεταγν. ουσ. φούσκα, το οπ. από το αρχ. δωρ. ουσ. φύσκη (αττ. φύσκα). Ο τύπ. φούσικα με ανάπτυξη [i] εντός της λ. για αποφυγή χασμωδίας.
1. Ουροδόχος κύστη Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : || Φρ. Πατλάτ'σιν φούσκα μ' (Έσκασε η φούσκα μου˙ Έχω πολύ έντονη ανάγκη για ούρηση) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Κύστη χολής Αξ.
3. Φυσαλίδα Ανακ., Μαλακ. Συνών. φούσκαρας