ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουστούκι (ουσ. ουδ.) φουστούκ' [fuˈstuk] Μισθ. φουστούχι [fu'stux] Ποτάμ. φουστούχ' [fu'stux] Μισθ. φουστίκ' [fuˈstik] Μισθ. Πληθ. φουστούκια [fuˈstuca] Αραβ. φουστίκια [fuˈstica] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. fıstık (< αραβ. fustuḳ), όπου και παλ. τουρκ. τύπ. fıstuk, fustuk (TSS, λ. fıstuk).
Φιστίκι Μισθ. : Eίσ̑ι ντυo κιλά καρύα, ντυό κιλά φουστίκια, ντυό κιλά σύτσις (Είχε δυό κιλά καρύδια, δυό κιλά φιστίκια, δυό κιλά σύκα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Άλφα, 'γάπη μου μεγάλη που στον κόσμο δεν είν' άλλη
Χι, χουρμάδες και φουστούκια πὄτρωγες με τα φουντούκια
(Άλφα, αγάπη μου μεγάλη που στον κόσμο δεν είν' άλληΧι, χουρμάδες και φιστίκια πού 'τρωγες με τα φουντούκια) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ.