ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χυλώνω (ρ.) σ̑υλώνω [ʃi'lono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. σ̑υλώνου [ʃi'lonu] Μισθ. Παρατατ. σ̑ύλωνα [ˈʃilona] Αξ., Τροχ. σ̑ύλουνα [ˈʃiluna] Μισθ. σ̑ούλουνα [ˈʃuluna] Μισθ. Αόρ. σ̑ύλωσα [ˈʃilosa] Φλογ. Προστ. σ̑ύλω [ˈʃilo] Γούρδ. Παθ. σ̑υλούμαι [ʃi'lume] Αξ., Αραβαν., Τροχ. Αόρ. σ̑υλώχα [ʃiˈloxa] Μισθ. σ̑υλώα [ʃiˈloa] Τσαρικ. Μτχ. σ̑υλωμένος [ʃiloˈmenos] Σίλατ., Σινασσ. σ̑υλουμένου [ʃiluˈmenu] Μισθ., Τσαρικ. Από το αρχ. ρ. χυλόω-ῶ > χυλώνω. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να συνδεθεί με το τουρκ. ρ. ıslamak (<παλ. τουρκ. ısla- ή ısıl-). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ρ. ısılmak = σκληραίνει το χώμα απορροφώντας νερό (THADS, λ. ısılmak II). Πβ. ισλαντώ.
1. Βρέχω, μουσκεύω ό.π.τ. : Σ̑υλώχα απ ’του γίτρους (Μούσκεψα από τον ιδρώτα) Μισθ. -Κοτσαν. Πούι 'τοσαι γκαι ούτσ̑α σ̑υλώχες; (Πού ήσουν και βράχηκες έτσι;) Ουλαγ. -Κεσ. Ασ' το βρεχό σ̑υλώχα (Από τη βροχή βράχηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Tα παξιμέσια σ̑ύλω τα (Μούσκεψε τα παξιμάδια) Γούρδ. -Καράμπ. Άμα πήρα το χαρτιό ασ' τη χαρά μ' χέμιν έκλαιγα, χέμιν φίλεινά το, αζάρ σ̑υλώθην ας τα δάκρυα μ' (Μόλις πήρα το γράμμα, από τη χαρά μου και έκλαιγα και το φίλαγα, φυσικά μούσκεψε από τα δάκρυά μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Σου βρεχό απκάτ', σ̑υλουμένου πάπια (Στη βροχή αποκάτω, βρεμένη πάπια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ̑υλώε τ' απάνω μ' (Βράχηκα) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Ντ' αργατσεί πάτανι ένα βροχός, σ̑ύλουνι ντα (Το απόγευμα πάταγε μία βροχή, τα μούσκευε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ̑ούλουναν ντα κιλίμια, χέκιξαν τα απάνου τ'νι για να κρατήσ'νι δροσερά (Έβρεχαν τα κιλίμια, τα έβαζαν απάνω τους για να κρατήσουν δροσερά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκείνος σ̑ύλωνεν τα βαμbάκια τ’ νερό (Εκείνος έβρεχε τα βαμβάκια του με νερό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Τὄνα σ̑άνισ̑κε ντεματικά· ’ς το νερό μπατιρντούν ντα, σ̑υλούνdαι, και σ̑άνουν ντα ζωνάρ’, για να ντέσ’ το ντεματικό το ντέμα (Κάποιος έφτιαχνε δεματικά· στο νερό τα βυθίζουν, μουσκεύουν (και μαλακώνουν), και τα κάνουν σαν ζωνάρια, για να δέσει το %iδεματικό το δεμάτι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ατά ντε σ̑υλούδι (Αυτό δεν βρέχεται˙ Για κάτι το οποίο είναι αδιάβροχο) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Ο σ̑υλωμένος ας την βροχή δεν φοβάται (Ο βρεγμένος δεν φοβάται από την βροχή˙ Όποιος έχει ήδη πάθει κακό, δεν έχει πλέον να φοβάται μήπως το πάθει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ισλαντώ, φουσκώνω
2. Η παθ. μτχ., βλάκας, ηλίθιος Σίλατ.