ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεσκίνι (επίθ.) κ͑εσκίνι [kʰesˈcini] Σίλ., Φάρασ. κεσκίν' [cesˈcin] Αξ. Απο το τουρκ. επίθ. keskin. Πβ. νεότ. επίθ. κεσκίνης = αυστηρός (Mackridge 2021: 78).
1. Αιχμηρός, κοφτερός ό.π.τ. : || Παροιμ. Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει ζαΐρ 'α νάρτει τσ̑ ' αν νταρός 'α κορευτεί (Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, βέβαια θα έρθει κι ένας καιρός να στομώσει˙ κάποτε και οι ισχυροί χάνουν την εξουσία τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κοφτερός
β. Οξύς, δυνατός ό.π.τ. : || Φρ. Ασ' το κρασ̑ί το κλώη το ξ̑ίγ', κεσκίν νιέται (Το ξύδι που γίνεται από κρασί, γίνεται δυνατό ˙ γι' αυτούς που αλλάζουν πεποιθήσεις και γίνονται φανατικότεροι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Μτφ., έξυπνος Φάρασ. Συνών. ακιλής, αντικάς, αχαμνός, τσακμάκι