κεσκίνι
(επίθ.)
κ͑εσκίνι
[kʰesˈcini]
Σίλ., Φάρασ.
κεσκίν'
[cesˈcin]
Αξ., Αραβαν.
Απο το τουρκ. επίθ. keskin. = α) κοφτερός β) οξύς γ) έξυπνος δ) σκληρός ε) ως ουσ., γυναικάς, ερωτιάρης. Πβ. νεότ. επίθ. κεσκίνης = αυστηρός (Mackridge 2021: 78).
1. Αιχμηρός, κοφτερός
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει ζαΐρ 'α νάρτει τσ̑ ' αν νταρός 'α κορευτεί
(Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, βέβαια θα έρθει κι ένας καιρός να στομώσει˙ κάποτε και οι ισχυροί χάνουν την εξουσία τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κοφτερός
β.
Οξύς, δυνατός
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ασ' το κρασ̑ί το κλώη το ξ̑ίγ', κεσκίν' νιέται
(Το ξύδι που γίνεται από κρασί, γίνεται δυνατό
˙
γι' αυτούς που αλλάζουν πεποιθήσεις και γίνονται φανατικότεροι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το κεσκίν τ' οξίρ' σο σκεύος-ι- τ' ζάσ̑' ζαράρ
(Το δυνατό ξίδι κάνει ζημιά στο σκεύος του
˙
όποιος είναι υπερβολικά οξύθυμος βλάπτει τον εαυτό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025