κερχανάς
(ουσ. αρσ.)
κερχανάς
[cerxaˈnas]
Φάρασ.
κιρχανάς
[cirxaˈnas]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. κερχανάς (Mackridge 2021: 32), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kerhane = πορνείο.
Οίκος ανοχής, πορνείο
ό.π.τ.