ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κέσκε (σύνδ.) κέσκε [ˈcesce] Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. κέσ̑κε [ˈceʃce] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. κ͑α̈́σ̑κα̈ [ˈkʰæʃcæ] Αφσάρ. κέσ̑γκε [ˈceʃɟe] Σίλ., Φάρασ. Από τον τουρκ. σύνδ. keşke = μακάρι.
Είθε, μακάρι ό.π.τ. : Κέσ̑κε νας 'νεί καλός (Μακάρι να γίνει καλός) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κέσκε ντα φάω τσας τα είχα σα σέρα μου (Μακάρι να τον έτρωγα, όταν τον είχα στα χέρια μου) Φάρασ. -Παπαδ. Kέσ̑κε τσ̑ην γκόρη μου μη τσ̑η σκότισα, κι να τσ̑ην μπάρει σταχτηνdζ̑ής (Μακάρι να μην σκότωσα την κόρη μου και και ας την πάρει ο πωλητής στάχτης) Σίλ. -Dawk. Κέσ̑κε μη ήρτα (Μακάρι να μην ερχόμουν) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. ας :4, ισαλλάχ, κάμο :1, μακάρι, να