κέσκε
(σύνδ.)
κέσκε
[ˈcesce]
Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
κέσ̑κε
[ˈceʃce]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
κ͑α̈́σ̑κα̈
[ˈkʰæʃcæ]
Αφσάρ.
κέσ̑γκε
[ˈceʃɟe]
Σίλ., Φάρασ.
Από τον τουρκ. σύνδ. keşke = μακάρι.
Είθε, μακάρι
ό.π.τ.
:
Κέσ̑κε νας 'νεί καλός
(Μακάρι να γίνει καλός)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κέσκε ντα φάω τσας τα είχα σα σέρα μου
(Μακάρι να τον έτρωγα, όταν τον είχα στα χέρια μου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Kέσ̑κε τσ̑ην γκόρη μου μη τσ̑η σκότισα, κι να τσ̑ην μπάρει σταχτηνdζ̑ής
(Μακάρι να μην σκότωσα την κόρη μου και και ας την πάρει ο πωλητής στάχτης)
Σίλ.
-Dawk.
Κέσ̑κε μη ήρτα
(Μακάρι να μην ερχόμουν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
ας :4, ισαλλάχ, κάμο :1, μακάρι, να