κετενίτσα
(ουσ. θηλ.)
κετενίτσα
[ceteˈnitsa]
Μαλακ.
Από το ουσ. κετέ = κουλούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα. Πβ. κουρλοπίστρα (< κουρ'λόπο < κουλουρόπο).
Το φυτό μολόχα
Συνών.
κουρλοπίστρα