ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κετζίτι (ουσ. ουδ.) κεdζ̑ίτι [ceˈʤiti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. geçit = πέρασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. keçit (THADS, λ. keçit I).
Πέρασμα ποταμού, πόρος : || Παροιμ. Άσπρον γκως, μαύρον γκως, 'α ’ινεί σ̑ο κεdζ̑ίτιν μπαού (Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στο πέρασμα του ποταμού φανερός˙ στην δύσκολη ώρα φαίνεται η ποιότητα του καθενός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. διάβασμα