κετζίτι
(ουσ. ουδ.)
κετζ̑ίτι
[ceˈʤiti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. geçit = πέρασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. keçit (THADS, λ. keçit I).
Πέρασμα ποταμού, πόρος
:
|| Παροιμ.
Άσπρον γκως, μαύρον γκως, 'α ’ινεί σ̑ο κετζ̑ίτιν μπαού
(Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στο πέρασμα του ποταμού φανερός˙ στην δύσκολη ώρα φαίνεται η ποιότητα του καθενός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
διάβασμα