κεφαλάς
(ουσ. αρσ.)
κεφαλάς
[cefaˈlas]
Αραβ., Φλογ.
τσουφαλάς
[tsufaˈlas]
Φάρασ.
τσ̑ουφαλάς
[tʃufaˈlas]
Μισθ., Φάρασ.
τσ̑ουφαλέ
[tʃufaˈle]
Φάρασ.
τζουβαλάς
[dzuvaˈlas]
Τσαρικ.
τσ̑ουβαλάς
[tʃuvaˈlas]
Μισθ.
κεφαλής
[cefaˈlis]
Αξ.
Μεσν. ουσ. κεφαλᾶς = αρχηγός, το οπ. από το ουσ. κεφάλι, όπου και τύπ. τσ̑ουφάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
1. Αρχηγός μιας ομάδας, αφέντης
Μισθ., Φάρασ.
:
Ατό το κουμάσι έν’ τομόνα τζαι ’γώ είμαι των ‘ρνιθίουν ο τσουφαλάς
(Αυτό το κοτέτσι είναι δικό μου και εγώ είμαι αρχηγός των ορνίθων)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κανείναν πάλιν τζό 'χω ν’dα ποίκω σοιζ ασκέροι μου τζουφαλάς
(Ούτε έχω κανέναν να τον βάλω επικεφαλής στους στρατιώτες μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'α στρινgήσουμε 'δέ τσ̑ιπ του Βαρασ̑ού τα φσ̑άχε, 'ς χωριστούνε 'ς ε μοίρα τσ̑αι 'στέρου 'ς χωρίσουν αdζ̑είνοι την τσ̑ουφαλέν τουν
(Ας φωνάξουμε εδώ όλα τα παιδιά των Φαράσων, ας μπουν σε μιά ομάδα κι ας ορίσουν εκείνοι τον επικεφαλής τους)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
Αντί στσ̑υλ-λί χ̇ίτα, ανdί τσ̑ουφαλάς φά’
(Σαν σκυλί τρέχα, σαν αφέντης φάε˙ δούλευε σκληρά αλλά τρώγε πλουσιοπάροχα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Συνθηματ., Τούρκος
Αξ., Αραβ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
:
Έρχεται τσ̑ουβαλάς
(Έρχεται ο Τούρκος, ενν. αγάς)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Κεφαλάς έριται
(Τούρκος έρχεται)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Βα, το έχ' κεφαλάς σερσιμάτ’ ναι μι, λαχτημάτ’ ναι μι;
(Πατέρα, αυτό που κρατάει ο Τούρκος είναι πιστόλι ή μαχαίρι;)
-ΙΛΝΕ 812
Κούμπωσάμ' το το κεφαλά
(Τον ξεγελάσαμε τον Τούρκο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ασπροκέφαλος