ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφαλάς (ουσ. αρσ.) κεφαλάς [cefaˈlas] Αραβ., Φλογ. τσουφαλάς [tsufaˈlas] Φάρασ. τσ̑ουφαλάς [tʃufaˈlas] Μισθ., Φάρασ. τσ̑ουφαλέ [tʃufaˈle] Φάρασ. τζουβαλάς [dzuvaˈlas] Τσαρικ. τσ̑ουβαλάς [tʃuvaˈlas] Μισθ. κεφαλής [cefaˈlis] Αξ. Μεσν. ουσ. κεφαλᾶς = αρχηγός, το οπ. από το ουσ. κεφάλι, όπου και τύπ. τσ̑ουφάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
1. Αρχηγός μιας ομάδας, αφέντης Μισθ., Φάρασ. : Ατό το κουμάσι έν’ τομόνα τζαι ’γώ είμαι των ‘ρνιθίουν ο τσουφαλάς (Αυτό το κοτέτσι είναι δικό μου και εγώ είμαι αρχηγός των ορνίθων) Φάρασ. -Παπαδ. Κανείναν πάλιν τζό 'χω ν’dα ποίκω σοιζ ασκέροι μου τζουφαλάς (Ούτε έχω κανέναν να τον βάλω επικεφαλής στους στρατιώτες μου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'α στρινgήσουμε 'δέ τσ̑ιπ του Βαρασ̑ού τα φσ̑άχε, 'ς χωριστούνε 'ς ε μοίρα τσ̑αι 'στέρου 'ς χωρίσουν αdζ̑είνοι την τσ̑ουφαλέν τουν (Ας φωνάξουμε εδώ όλα τα παιδιά των Φαράσων, ας μπουν σε μιά ομάδα κι ας ορίσουν εκείνοι τον επικεφαλής τους) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Αντί στσ̑υλ-λί χ̇ίτα, ανdί τσ̑ουφαλάς φά’ (Σαν σκυλί τρέχα, σαν αφέντης φάε˙ δούλευε σκληρά αλλά τρώγε πλουσιοπάροχα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Πλούσιος Τσαρικ. Συνών. δυνατός, ζεγκίνης, πλούσιος :1
3. Συνθηματ., Τούρκος Αξ., Αραβ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Έρχεται τσ̑ουβαλάς (Έρχεται ο Τούρκος, ενν. αγάς) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Κεφαλάς έριται (Τούρκος έρχεται) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Βα, το έχ' κεφαλάς σερσιμάτ’ ναι μι, λαχτημάτ’ ναι μι; (Πατέρα, αυτό που κρατάει ο Τούρκος είναι πιστόλι ή μαχαίρι;) -ΙΛΝΕ 812 Κούμπωσάμ' το το κεφαλά (Τον ξεγελάσαμε τον Τούρκο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ασπροκέφαλος