κεφάλι
(ουσ. ουδ.)
κεφάλι
[ceˈfali]
Σίλ., Σινασσ.
κεφάλ’
[ceˈfal]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ.
κιφάλιν
[ciˈfalin]
Σίλ.
κιφάλι
[ciˈfali]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
κιφάλ’
[ciˈfal]
Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
τσ̑εφάλι
[tʃeˈfal]
Ποτάμ.
τσ̑ιφάλι
[tʃiˈfali]
Σίλ.
τσ̑ουφάλι
[tʃuˈfali]
Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
τζ̑ουφάλι
[ʤuˈfali]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑ουβάλ’
[tʃuˈval]
Μισθ.
τζ̑ουβάλ’
[ʤuˈval]
Μισθ., Τσαρικ.
φ'κάλ’
[fkal]
Σεμέντρ., Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. κεφάλιον. Ο τύπ. φ'κάλ’ με μετάθ. Για την φρ. έρτσ̑εται σο τζ̑ουφάλι μου πβ. νεότ. φρ. μου ήλθε στο κεφάλι = μου συνέβη, από την τουρκ. φρ. başa gelmek (Mackridge 2021: 33).
1. Κεφάλι, το άνω άκρο του σώματος
ό.π.τ.
:
Κιφαλιού το κουτούλα
(Του κεφαλιού η κορυφή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σήκω το κεφάλι σ' να σε διώ
(Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ο νούζ-ου-τ 'ς κεφάλ’ τ' ντεν είναι
(Το μυαλό του δεν είναι στο κεφάλι του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Του κ'λάτσ' χέκιν δου χέρι τ' σου τσουφάλι τ'
(Το παιδί έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'φοτές πααίνκε, έβγκαλεν το ψάρι το τζ̑ουφάλιν ντου
(Ενώ έφευγε (αυτός), έβαλε το ψάρι το κεφάλι του (από το ποτάμι))
Φάρασ.
-Dawk.
Πέσε! Αζ ρανήσω σο φ'κάλι σ'
(Ξάπλωσε! Ας κοιτάξω στο κεφάλι σου)
Τελμ.
-Dawk.
Μέρα νύχτα τρώεις κιφάλι μας οπ' τις φωνές σου
(Μέρα νύχτα μας τρως το κεφάλι από τις φωνές σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα γένε του τζαι του τζουφαλού του τα μαλλία ήσανdε μακρέ
(Τα γένια του και τα μαλλιά του κεφαλιού του ήταν μακριά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Το μικρό κεφάλ’
(Το μικρό κεφάλι˙ η παρεγκεφαλίδα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σ̑ηκώνου κιφάλ’
(Σηκώνω κεφάλι˙ αυθαδιάζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βγαλλίσ̑κω ασ' το κιφάλ’
(Βγάζω από το κεφάλι˙ ξεμυαλίζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβην ασ' σού κιφάλ
(Βγήκε από το κεφάλι˙ παραστράτησε, ξελογιάστηκε)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τσ̑ί κόπης σο κιφάλι μ'
(Τι κόπηκες στο κεφάλι μου;˙ ποιον μου παρασταίνεις;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβην σου κεφάλι
(Βγήκε στο κεφάλι˙ τελειοποιήθηκε)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Έφαγεν το κεφάλι τ'
(Έφαγε το κεφάλι του˙ έπαθε το κακό μόνος του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ω, π' να φάς το κεφάλι σ'!
(Ω, που να φας το κεφάλι σου˙ κατάρα)
Αραβαν.
-Αναστασ.
Κάχουμαι 'ς το κεφάλι τ'
(Κάθομαι στο κεφάλι του˙ κάθομαι δίπλα του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λαχτώ το 'ς το κεφάλι τ'
(Το χτυπάω στο κεφάλι του˙ το καταλογίζω σε αυτόν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω το κεφάλι μ' και παίνω
(Παίρνω το κεφάλι μου και πηγαίνω˙ φεύγω απελπισμένος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήραν τό τζ̑ουφάλι τουν', φήκαν, πηάγαν
(Πήραν το κεφάλι τους, έφυγαν, πήγαν˙ έφυγαν απελπισμένοι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τάρφσεν το κεφάλ’
(Τράβηξε το κεφάλι˙ μέθυσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρτσ̑εται σό τζ̑ουφάλι μου
(Έρχεται στο κεφάλι μου˙ μου συμβαίνει κάποιο κακό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το σκόρδο έχ̑' πολλά ζ̑όντζ̑α, το κρομμύ έχ̑' ένα μαναχό κιφάλ’
(Το σκόρδο έχει πολλά δόντια (σκελίδες), το κρεμμύδι έχει ένα μοναχό κεφάλι˙ για κάποιον που έχει συγγενείς σε σύγκριση με κάποιον ο οποίος δεν έχει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να φκιορώσω το ΄μο το κιφάλ’ και να γιομώσω το σο μ';
(Να αδειάσω το δικό μου το κεφάλι και να γεμίσω το δικό σου;˙ δεν είναι εύκολη η μετάδοση γνώσεων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αν έχεις νύγια ξύσε το κεφάλι σ'
(Αν έχεις νύχια ξύσε το κεφάλι σου˙ μην περιμένεις βοήθεια από τους άλλους και στηρίξου στις δυνάμεις σου)
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ψάρ' ασ' το κεφάλι τ' βρωμά
(Το ψάρι βρωμάρι από το κεφάλι του˙ το πρόβλημα ξεκινά από τον διοικητικά υπεύθυνο)
Ό,τι παθαίνει τό κορμί τα φταίει το κεφάλι
(Ό,τι παθαίνει το κορμί τα φταίει το κεφάλι˙ ο καθένας είναι δημιουργός της τύχης του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
’ς του αρρώστου το κεφάλι εκατόν αποθαμένοι κάθονdαι
(Στου άρρωστου το κεφάλι εκατό πεθαμένοι κάθονται˙ όταν οι χρονίως πάσχοντες επιζούν και πεθαίνουν οι υγιείς)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Του ξένου δώσ' του ξενιτειά κι αρρώστια μη τού δίνεις
Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια
Θέλει μανούλα 'ς το πλευρό, γυναίκα 'ς το κεφάλι
(Του ξένου δώσε ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάρια
Θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι) Σινασσ. -Αρχέλ.
Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια
Θέλει μανούλα 'ς το πλευρό, γυναίκα 'ς το κεφάλι
(Του ξένου δώσε ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάρια
Θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Μτφ., κορυφή ή προεξοχή
Αξ., Σινασσ.
:
Εχθές φωτίστα 'ζ ιβουνιού το κεφάλ’
(Χθες ξημερώθηκα στην κορυφή του βουνού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σου βουνού το κεφάλ’ δεν είστε για
(Δεν είσαστε δα και στην κορφή του βουνού)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζοντζ̑ά, το κρομμύ έχ̑' ένα μαναχό κιφάλ’
(Το σκόρδο έχει πολλές σκελίδες, το κρεμμύδι έχει ένα μονάχα κεφάλι˙ για κάποιον που έχει συγγενείς (άρα και υποστήριξη), σε σύγκριση με κάποιον που δεν έχει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Άκρη ή αρχή
Αξ., Δίλ., Ουλαγ.
:
Απ' το κιφάλι τ' ψέλνε το
(Απ' την αρχή διάβασέ το)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήρταμε σο κόμμα, χάντε, άμε απάν' σο κεφάλ’
(Ήρθαμε στο χωράφι, άντε, πάμε στην άκρη του)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Στρεμμάτ’ κεφάλ’
(Κεφάλι του στρέμματος˙ άκρη του χωραφιού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Αζ' νάκρα ως το κεφάλ’
(Από την άκρη ως το κεφάλι ˙ Από την αρχή ως το τέλος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Στάχυ που πέφτει κατά τον θερισμό
Αξ., Σίλ., Τζαλ.