ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφάλι (ουσ. ουδ.) κεφάλι [ceˈfali] Σίλ., Σινασσ. κεφάλ’ [ceˈfal] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ. κιφάλιν [ciˈfalin] Σίλ. κιφάλι [ciˈfali] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. κιφάλ’ [ciˈfal] Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Φλογ. τσ̑εφάλι [tʃeˈfal] Ποτάμ. τσ̑ιφάλι [tʃiˈfali] Σίλ. τσ̑ουφάλι [tʃuˈfali] Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. τζ̑ουφάλι [ʤuˈfali] Αφσάρ., Φάρασ. τσ̑ουβάλ’ [tʃuˈval] Μισθ. τζ̑ουβάλ’ [ʤuˈval] Μισθ., Τσαρικ. φ'κάλ’ [fkal] Σεμέντρ., Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. κεφάλιον. Ο τύπ. φ'κάλ’ με μετάθ. Για την φρ. έρτσ̑εται σο τζ̑ουφάλι μου πβ. νεότ. φρ. μου ήλθε στο κεφάλι = μου συνέβη, από την τουρκ. φρ. başa gelmek (Mackridge 2021: 33).
1. Κεφάλι, το άνω άκρο του σώματος ό.π.τ. : Κιφαλιού το κουτούλα (Του κεφαλιού η κορυφή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σήκω το κεφάλι σ' να σε διώ (Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ο νούζ-ου-τ 'ς κεφάλ’ τ' ντεν είναι (Το μυαλό του δεν είναι στο κεφάλι του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Του κ'λάτσ' χέκιν δου χέρι τ' σου τσουφάλι τ' (Το παιδί έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'φοτές πααίνκε, έβγκαλεν το ψάρι το τζ̑ουφάλιν ντου (Ενώ έφευγε (αυτός), έβαλε το ψάρι το κεφάλι του (από το ποτάμι)) Φάρασ. -Dawk. Πέσε! Αζ ρανήσω σο φ'κάλι σ' (Ξάπλωσε! Ας κοιτάξω στο κεφάλι σου) Τελμ. -Dawk. Μέρα νύχτα τρώεις κιφάλι μας οπ' τις φωνές σου (Μέρα νύχτα μας τρως το κεφάλι από τις φωνές σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα γένε του τζαι του τζουφαλού του τα μαλλία ήσανdε μακρέ (Τα γένια του και τα μαλλιά του κεφαλιού του ήταν μακριά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το μικρό κεφάλ’ (Το μικρό κεφάλι˙ η παρεγκεφαλίδα) Ανακ. -Κωστ.Α. Σ̑ηκώνου κιφάλ’ (Σηκώνω κεφάλι˙ αυθαδιάζω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βγαλλίσ̑κω ασ' το κιφάλ’ (Βγάζω από το κεφάλι˙ ξεμυαλίζω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ξέβην ασ' σού κιφάλ (Βγήκε από το κεφάλι˙ παραστράτησε, ξελογιάστηκε) Μαλακ. -Τζιούτζ. Τσ̑ί κόπης σο κιφάλι μ' (Τι κόπηκες στο κεφάλι μου;˙ ποιον μου παρασταίνεις;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ξέβην σου κεφάλι (Βγήκε στο κεφάλι˙ τελειοποιήθηκε) Μαλακ. -Τζιούτζ. Έφαγεν το κεφάλι τ' (Έφαγε το κεφάλι του˙ έπαθε το κακό μόνος του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ω, π' να φάς το κεφάλι σ'! (Ω, που να φας το κεφάλι σου˙ κατάρα) Αραβαν. -Αναστασ. Κάχουμαι 'ς το κεφάλι τ' (Κάθομαι στο κεφάλι του˙ κάθομαι δίπλα του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λαχτώ το 'ς το κεφάλι τ' (Το χτυπάω στο κεφάλι του˙ το καταλογίζω σε αυτόν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω το κεφάλι μ' και παίνω (Παίρνω το κεφάλι μου και πηγαίνω˙ φεύγω απελπισμένος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήραν τό τζ̑ουφάλι τουν', φήκαν, πηάγαν (Πήραν το κεφάλι τους, έφυγαν, πήγαν˙ έφυγαν απελπισμένοι) Φάρασ. -Αναστασ. Τάρφσεν το κεφάλ’ (Τράβηξε το κεφάλι˙ μέθυσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έρτσ̑εται σό τζ̑ουφάλι μου (Έρχεται στο κεφάλι μου˙ μου συμβαίνει κάποιο κακό) Φάρασ. -Αναστασ. Το σκόρδο έχ̑' πολλά ζ̑όντζ̑α, το κρομμύ έχ̑' ένα μαναχό κιφάλ’ (Το σκόρδο έχει πολλά δόντια (σκελίδες), το κρεμμύδι έχει ένα μοναχό κεφάλι˙ για κάποιον που έχει συγγενείς σε σύγκριση με κάποιον ο οποίος δεν έχει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να φκιορώσω το ΄μο το κιφάλ’ και να γιομώσω το σο μ'; (Να αδειάσω το δικό μου το κεφάλι και να γεμίσω το δικό σου;˙ δεν είναι εύκολη η μετάδοση γνώσεων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αν έχεις νύγια ξύσε το κεφάλι σ' (Αν έχεις νύχια ξύσε το κεφάλι σου˙ μην περιμένεις βοήθεια από τους άλλους και στηρίξου στις δυνάμεις σου) -Μαυρ.-Κεσ. Το ψάρ' ασ' το κεφάλι τ' βρωμά (Το ψάρι βρωμάρι από το κεφάλι του˙ το πρόβλημα ξεκινά από τον διοικητικά υπεύθυνο) Ό,τι παθαίνει τό κορμί τα φταίει το κεφάλι (Ό,τι παθαίνει το κορμί τα φταίει το κεφάλι˙ ο καθένας είναι δημιουργός της τύχης του) Σινασσ. -Αρχέλ. ’ς του αρρώστου το κεφάλι εκατόν αποθαμένοι κάθονdαι (Στου άρρωστου το κεφάλι εκατό πεθαμένοι κάθονται˙ όταν οι χρονίως πάσχοντες επιζούν και πεθαίνουν οι υγιείς) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Του ξένου δώσ' του ξενιτειά κι αρρώστια μη τού δίνεις
Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια
Θέλει μανούλα 'ς το πλευρό, γυναίκα 'ς το κεφάλι
(Του ξένου δώσε ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάρια
Θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι)
Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Μτφ., κορυφή ή προεξοχή Αξ., Σινασσ. : Εχθές φωτίστα 'ζ ιβουνιού το κεφάλ’ (Χθες ξημερώθηκα στην κορυφή του βουνού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σου βουνού το κεφάλ’ δεν είστε για (Δεν είσαστε δα και στην κορφή του βουνού) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζοντζ̑ά, το κρομμύ έχ̑' ένα μαναχό κιφάλ’ (Το σκόρδο έχει πολλές σκελίδες, το κρεμμύδι έχει ένα μονάχα κεφάλι˙ για κάποιον που έχει συγγενείς (άρα και υποστήριξη), σε σύγκριση με κάποιον που δεν έχει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Άκρη ή αρχή Αξ., Δίλ., Ουλαγ. : Απ' το κιφάλι τ' ψέλνε το (Απ' την αρχή διάβασέ το) Ουλαγ. -Κεσ. Ήρταμε σο κόμμα, χάντε, άμε απάν' σο κεφάλ’ (Ήρθαμε στο χωράφι, άντε, πάμε στην άκρη του) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Στρεμμάτ’ κεφάλ’ (Κεφάλι του στρέμματος˙ άκρη του χωραφιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Αζ' νάκρα ως το κεφάλ’ (Από την άκρη ως το κεφάλι ˙ Από την αρχή ως το τέλος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
4. Στάχυ που πέφτει κατά τον θερισμό Αξ., Σίλ., Τζαλ.