κετσετζής
(ουσ. αρσ.)
κ͑ετσ̑εdζής
[kʰetʃeˈdzis]
Μισθ.
κατσαdζής
[katsaˈdzis]
Σινασσ.
κα̈τσ̑ατσής
[kaetʃaeˈtsis]
Μισθ.
κεdζ̑εdζ̑ή
[cedʒeˈdʒi]
Αξ.
Πληθ.
κεdζ̑εdζ̑ήγε
[cedʒeˈdʒiʝe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. keçeçi = κατασκευαστής κετσέδων.
Κατασκευαστής κετσέδων, τραχέων υφασμάτων από πεπιεσμένο μαλλί για κάπες και χαλιά
ό.π.τ.
:
-Γιαϊ δα λεν κα̈τσ̑ατσήδες; -Σ̑άνιξαν κα̈τσάα
(-Γιατί τους λένε κετσετζήδες; -Έφτιαχναν κετσέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ