ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κετσετζής (ουσ. αρσ.) κ͑ετσ̑ετζής [kʰetʃeˈdzis] Μισθ. κατσατζής [katsaˈdzis] Σινασσ. κα̈τσ̑ατσής [kaetʃaeˈtsis] Μισθ. κετζ̑ετζ̑ή [cedʒeˈdʒi] Αξ. Πληθ. κετζ̑ετζ̑ήγε [cedʒeˈdʒiʝe] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. keçeçi = κατασκευαστής κετσέδων.
Κατασκευαστής κετσέδων, τραχέων υφασμάτων από πεπιεσμένο μαλλί για κάπες και χαλιά ό.π.τ. : -Γιαϊ δα λεν κα̈τσ̑ατσήδες; -Σ̑άνιξαν κα̈τσάα (-Γιατί τους λένε κετσετζήδες; -Έφτιαχναν κετσέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ